Menu Close

18/7/2017

Μία σύγχρονη εμπειρία των τελωνίων

Η αντίδραση ενός χαρακτηριστικού «πεφωτισμένου ανθρώπου των καιρών μας , του Κ. Γιούεκσκουελ, όταν μετά τον 36ωρο «κλινικό θάνατό» του συνάντησε προσωπικά τα τελώνια, καταγράφεται στο βιβλίο του, αποσπάσματα του οποίου έχουμε ήδη παραθέσει σε προηγούμενα κεφάλαια:

«Αφού με πήραν από το χέρι, με έβγαλαν στο δρόμο περνώντας κατευθείαν μέσα από τον τοίχο του δωματίου.

»Έξω βράδιαζε και λίγο χιόνιζε. Το έβλεπα αλλά δεν αισθανόμουν κρύο και γενικά δεν αισθανόμουν τη διαφορά  θερμοκρασίας μέσα και έξω. Προφανώς κάποια πράγματα έχασαν για το αλλοιωμένο σώμα μου τη σημασία τους. Αρχίσαμε γρήγορα να ανεβαίνουμε ψηλά. Όσο πιο ψηλά ανεβαίναμε, τόσο μεγαλύτερος χώρος ανοιγόταν μπροστά στα μάτια μου. Στο τέλος αυτός έλαβε τόσο μεγάλες διαστάσεις που με κατέλαβε φόβος από τη συναίσθηση της μηδαμινότητάς μου μπροστά σ’ αυτή την ατέλειωτη έρημο…;

»Η αντίληψη του χρόνου έσβησε εντελώς στο νου μου. Δεν ξέρω πόση ώρα ανεβαίναμε ψηλά. Ξαφνικά ακούστηκε κάποιος θόρυβος και με κραυγές και γέλια άρχισε γρήγορα να μας πλησιάζει ένα πλήθος κάποιων απαίσιων όντων.

«Δαίμονες!» σκέφτηκα. Το κατάλαβα μάλιστα πάρα πολύ γρήγορα και με έπιασε κάτι σαν τρόμος που μέχρι τότε μου ήταν άγνωστος. Δαίμονες! Φαντάζομαι πως θα ειρωνευόμουν και θα γελούσα αν κάποιος λίγες μέρες, ακόμα και λίγες ώρες νωρίτερα, μου έλεγε ότι πιστεύει στην ύπαρξή τους και είδε με τα μάτια του τους δαίμονες! Ως μορφωμένος άνθρωπος του τέλους του δεκάτου ενάτου αιώνα, με το όνομα αυτό θεωρούσα τις κακές συνήθειες και τα πάθη του ανθρώπου. Γι’ αυτό και η λέξη αυτή δεν ήταν για μένα όνομα, αλλά ένας όρος που δηλώνει κάποια αφηρημένη έννοια. Και ξαφνικά αυτή «η αφηρημένη έννοια» παρουσιάστηκε μπροστά μου σαν ζωντανό πρόσωπο!…

»Αφού μας περικύκλωσαν από όλες τις πλευρές οι δαίμονες φώναζαν και απαιτούσαν απ’ τους αγγέλους να με παραδώσουν σ’ αυτούς. Προσπαθούσαν με κάθε τρόπο να με αρπάξουν από τα χέρια τους, αλλά δεν τολμούσαν να το κάνουν. Από τις αισχρές κραυγές και τα ουρλιάσματα που έβγαζαν ξεχώριζα κάποιες λέξεις και μερικές φορές και ολόκληρες τις φράσεις.

»Είναι δικός μας, αρνήθηκε το Θεό», ξαφνικά φώναξαν όλοι με μια φωνή και ταυτόχρονα όρμησαν πάνω μου. Το αίμα πάγωσε στις φλέβες μου.

«Είναι ψέμα! Αυτό δεν είναι αλήθεια!», ήθελα να τους απαντήσω, όταν ξαναβρήκα τον εαυτό μου, και όμως η μνήμη μου έδεσε τη γλώσσα. Με έναν τρόπο ακατανόητο θυμήθηκε ξαφνικά ένα ασήμαντο περιστατικό που συνέβη τόσο παλιά, την εποχή που ήμουν νέος, και πού το ξέχασα σχεδόν εντελώς».

Στο σημείο αυτό ο συγγραφέας θυμάται ένα περιστατικό από τα σχολικά του χρόνια. Κάποια μέρα, σε μία φιλοσοφική συζήτησε που είχε με φίλους του, ένας από αυτούς εξέφρασε την εξής άποψη: «Γιατί πρέπει να πιστέψω στο Θεό, αν χωρίς καμιά διαφορά μπορώ να πιστεύω ότι ο Θεός δεν υπάρχει;». Στην ερώτηση αυτή ο συγγραφέας απάντησε: «Μπορεί και να μην υπάρχει». Τη στιγμή όμως, μετά το θάνατό του, που βρέθηκε αντιμέτωπος με τους δαίμονες – κατήγορους στα τελώνια, ο συγγραφέας αναλογίστηκε:

«Αυτή η απάντηση μου κυριολεκτικά ήταν «ἀργὸν ρῆμα». Δεν μπορούσε αυτή η βαττολογία του φίλου μου να μου δημιουργήσει αμφιβολίες στην ύπαρξη του Θεού. Άλλωστε χωρίς πολλή προσοχή παρακολουθούσα αυτά που έλεγε. Και όμως, όπως φάνηκε τώρα, ο αργός αυτός λόγος δεν ξεχάστηκε. Έπρεπε τώρα να δικαιολογηθώ και να ανατρέψω αυτήν την κατηγορία. Έτσι πραγματοποιήθηκε ο λόγος του Ευαγγελίου… Θα δώσουμε λόγο για κάθε ανώφελο λόγο που λέμε παρακινούμενοι από τον εχθρό της σωτηρίας μας.

»Η κατηγορία αυτή ήταν το πιο δυνατό επιχείρημα που πρόβαλαν οι δαίμονες, ζητώντας να παραδοθώ στα χέρια τους. Η κατηγορία αυτή τους έδωσε καινούρια δύναμη και θάρρος και βγάζοντας άγριες κραυγές άρχισαν να περιστρέφονται γύρω μας, εμποδίζοντάς μας να συνεχίσουμε το δρόμο μας.

»Τότε σκέφτηκα την προσευχή και άρχισα να προσεύχομαι, ζητώντας τη βοήθεια όσων αγίων γνώριζα και τα ονόματα των οποίων μου ήλθαν στο νου τη στιγμή εκείνη. Αυτό όμως δε φόβισε καθόλου τους εχθρούς μου. Εγώ ο ελεεινός, που μόνο κατ’ όνομα ήμουν χριστιανός, μόνο τότε, ίσως πρώτη φορά στη ζωή μου, θυμήθηκα εκείνη που ονομάζεται Προστάτιδα του γένους των χριστιανών.

»Ήταν πολύ τρομαγμένη η ψυχή μου και γι’ αυτό πολύ θερμή βγήκε η προσευχή μου προς την Παναγία. Μόλις είπα το όνομά της αμέσως μας σκέπασε μία λευκή ομίχλη η οποία άρχισε γρήγορα να περικυκλώνει την απαίσια αυτή στρατιά των δαιμόνων και σε λίγο την έκρυψε ολοτελώς από τα μάτια μου. Πολλή ώρα όμως άκουγα τις κραυγές και τα ουρλιάσματά τους. Επειδή όμως οι φωνές γίνονται όλο και πιο αδύναμες, κατάλαβα ότι οι δαίμονες έμειναν πίσω».[1]

[1] K. Uekskuell, «Unbelievable for Many but Actually a True Occurrence», Orthodox Life, Ιούλιος-Αύγουστος 1976.
Βλ. και «Ένα απίστευτο και όμως αληθινό γεγονός», Απίστευτα και όμως Αληθινά, Εκδ. «Ορθόδοξος Κυψέλη», Θεσσαλονίκη 1985, σελ. 45-51.

Ιερομόναχος Seraphim Rose, Η ψυχή μετά τον θάνατο: Οι μεταθανάτιες εμπειρίες στο φως της ορθόδοξης διδασκαλίας, μετάφραση Παναγιώτα Τσουροπλή, επιμέλεια π. Ιωάννης Δρογγίτης, 5η έκδ., Αθήνα, Μυριόβιβλος, 2004.