Menu Close

Ελληνικά Χριστούγεννα

Λέμε συνήθως ότι η λαμπρότητα του γιορτασμού των Χριστουγέννων, που όσο προχωρούν τα χρόνια γίνεται κοσμικότερη και πιο φαντασμαγορική, είναι κάτι που μας έχει έρθει από τη Δύση -ή πιο πρόσφατα, από την Αμερική- και έχει συνεπάρει με τις πρώιμες εκδηλώσεις της τα παλιά μας έθιμα, που άλλοτε μόνο στη μέρα της πρωτοχρονιάς συγκέντρωναν τις μεγάλες χαρές μας.

Η παρατήρηση φαίνεται σωστή, αν στηριχθούμε στις παλαιότερες αναμνήσεις των αστών, που γιόρταζαν με ξεχωριστά καλλιτεχνικά στοιχεία τη γιορτή της Πρωτοχρονιάς και υποδέχονταν τον νέο χρόνο με πολλά από τα κοσμικά σύμβολα, τα οποία οι Ευρωπαίοι χρησιμοποιούσαν, βιαστικότεροι, από τις μέρες κιόλας των Χριστουγέννων.

Ελληνικά Χριστούγεννα

Αλλά μπορούμε να σκεφτούμε παράλληλα ότι: α) και οι Ευρωπαίοι (ή οι Αμερικάνοι), προτού φτάσουν στην πλουσιότερη οικονομία τους και στη βιομηχανοποιημένη προβολή των δώρων και των παιγνιδιών τους, περιορίζονταν κι αυτοί στον θρησκευτικό εορτασμό των Χριστουγέννων, με μόνη κοσμική πολυτέλεια το στολισμένο «δέντρο» τους και το νυχτερινό γλέντι της παραμονής, ύστερ’ από την εκκλησιαστική ακολουθία· και β) αν ψάξουμε κι εμείς βαθύτερα στα ελληνικά έθιμα -αυτά που μας περισώζει η αγροτική παράδοση-, θα δούμε ότι πολλά στοιχεία από τα δυτικά και τα μοντέρνα κρύβονται σαν πυρήνες στις απλές εμπνεύσεις και στις τελετές τους. Κι αυτό δείχνει τη σχετική παγκοσμιότητα των χριστουγεννιάτικων εθίμων, που τα προσδιορίζουν ή τα ξεχωρίζουν στους χριστιανικούς λαούς οι τρεις μεγάλοι παράγοντες: ο εποχικός, ο εκκλησιαστικός και ο οικονομικός.

Μπορούμε να το σημειώσουμε αμέσως ότι μας εχώριζαν πάντα από τους δυτικοευρωπαϊκούς λαούς οι τρεις αυτοί παράγοντες και έκαναν διαφορετικά τα δικά μας Χριστούγεννα από τα δικά τους. Ο πρώτος ήταν το διαφορετικό ατμοσφαιρικό κλίμα, ο βαρύς χειμώνας του Βορρά, με τα χιόνια και το αθέατο πράσινο, που έφερε στα ευρωπαϊκά σπίτια το χριστουγεννιάτικο δέντρο και την κλειστή οικογενειακή συγκέντρωση. Ο δεύτερος ήταν η ώρα της εκκλησιαστικής ακολουθίας, που την τελούν οι καθολικοί τα μεσάνυχτα (όπως εμείς την Ανάσταση) και που τους δίνει την ελευθερία έπειτα να ξενυχτήσουν με φαγοπότι και να χορέψουν ως το πρωί. Και ο τρίτος ήταν η οικονομική άνεση και η τεχνική δυνατότητα των ευρωπαϊκών λαών να χαρίσουν πλουσιοπάροχα δώρα, να σκεφτούν, έξω από την πείνα και το ντύσιμο, την ψυχαγωγία του παιδιού και να το νοιαστούν πολύ πριν από τα Χριστούγεννα, με τον Αϊ-Νικόλα προσωποποιημένο, σαν πρόδρομο και συνεργάτη του κυρίαρχου Père Noël.

Αν αφαιρέσουμε τα στοιχεία αυτά, θα δούμε ότι τα άλλα που απομένουν είναι κοινά και ότι θα μπορούσε και το δικό μας εθιμολόγιο να έχει αναπτυχθεί πανηγυρικά και φαντασμαγορικά, ακολουθώντας μέσα στην ίδια ατμόσφαιρα τα δικά του μοτίβα.

Έχουμε κι εμείς τη διάθεση των χριστουγεννιάτικων δώρων στα παλιά μας έθιμα. Μόνο που οι άμεσες ανάγκες έφερναν τους γονείς στα πρακτικά δώρα, στο καλό ντύσιμο και στα καινούργια παπούτσια, που θα οδηγούσαν τα βήματα των παιδιών τους στον πρωινό όρθρο της εκκλησίας και στις επισκέψεις των συγγενών. Δώρα επίσης διατροφής, γλυκίσματα και φρούτα και κρασί, αντάλλασσαν με την αγάπη τους οι συγγενείς και οι γείτονες…

Έχουμε κι εκκλησιαστικούς ύμνους, ξεχωριστούς σε μελωδία και κείμενα, που μόνο γιατί δεν τους πρόβαλαν εξωεκκλησιαστικά οι μουσουργοί μας δεν είναι γνωστοί. Έχουμε τους παιδικούς ύμνους στα κάλαντα, τους χορωδιακούς στην Επτάνησο, αλλά και άλλους των χωριών μας άγνωστους, που απηχούν βυζαντινά προτουρκικά μέλη και άξιζαν να είχαν εναρμονιστεί, για τη χριστουγεννιάτικη ψυχαγωγία μας. Έχουμε και τη θύμηση του πράσινου στις χειμωνιάτικες ώρες, με τα κλαδιά της μυρτιάς και της ελιάς ή και της καρυδιάς, που στήνουν στα σπίτια τους και στη γωνιά οι χωρικοί, κάποτε μάλιστα κρεμώντας φρούτα στα κλαδιά, που είναι η πρωτόγονη μορφή του ελατόδεντρου με τα χρωματιστά γλομπάκια.

Τα πνεύματα του δάσους των Δυτικών, τους νάνους και τους λυκανθρώπους, τους βρίσκουμε στα δικά μας καλικαντζάρια, που είναι πλουσιότερα στις μορφές, στα επεισόδια και στους θρύλους. Οι ελληνικοί καλικάντζαροι, συμβολικοί ή χιουμοριστικοί, θα είχαν πολύ εμπνεύσει τους δυτικούς καλλιτέχνες και διακοσμητές αν επλαισίωναν τα δικά τους Χριστούγεννα.

Έχουμε και τη σπιτική συγκέντρωση της βραδιάς των Χριστουγέννων, με έθιμα μεγαλόπρεπα και «εστιακά». Η άσβηστη φωτιά της εστίας, που την ανάβουμε με τα ζευγαρωμένα κούτσουρα του δάσους (με το «πάντρεμά» της) και κρατά όλο το Δωδεκαήμερο, είναι αρχαϊκός συμβολισμός της οικογενειακής ασφάλειας, αλληλεγγύης και θαλπωρής, στις κακές ώρες του χειμώνα. Και η σπονδή του κρασιού που γίνεται το ίδιο βράδυ (της παραμονής) πάνω από τη «χριστοζύμωτη» «κουλούρα της γωνιάς» είναι ελληνική συνέχεια της λατρείας του Θεού και των προγόνων.

Με το θαμπό ακόμα ξημέρωμα σημαίνουν οι καμπάνες για τον πρωινό όρθρο στην εκκλησιά, και οι πιστοί συγκεντρώνονται, ακολουθώντας το βυζαντινό παρακέλευσμα «Δεῦτε ἴδωμεν πιστοί, ποῦ ἐγεννήθη ὁ Χριστός». Ανάγλυφη φάτνη δεν υπάρχει στην ελληνική εκκλησία. Δείχνει όμως γραφικά το «τοπίο» της η ζωγραφική παράσταση της Γέννησης, που στήνεται συνήθως στη μέση του ναού, ή στέκει τοιχογραφημένη στους θόλους και «ιστορεί» το περιστατικό.

Αυτό το περιστατικό έχει εντυπωσιάσει τη σκέψη των καλών γυναικών μας, που συλλογίζονται μαζί με το θεϊκό βρέφος και την ανθρώπινη μητέρα του. Ο συμμερισμός του τοκετού και των πόνων της Παναγίας δεν παρουσιάζεται, έτσι λαογραφικά έκδηλος, σε άλλους λαούς. Για την Παναγία «λεχώνα», οι Ελληνίδες φτιάχνουν αλευρόπιτες, που τις λένε «σπάργανα του Χριστού», και τραγουδάνε λυσίπονους στίχους, σαν να πρόκειται για επίτοκο συγγενή τους:

Κυρά Θεοτόκο εκοιλοπόνα
εκοιλοπόνα και παρεκάλιε:
-Βοηθήσετέ με αυτήν την ώρα,
τη βλογημένη και δοξασμένη
μαμή να πάτε, μαμή να φέρτε!…

(Να ένα στοιχείο που θα μας οδηγούσε να ορίζαμε πιο επίκαιρα τη Γιορτή της Μητέρας, π.χ. την επόμενη των Χριστουγέννων.)

Στο μεσημεριανό χριστουγεννιάτικο τραπέζι προσπαθούσαν πάντα οι παλιότεροι να συγκεντρώσουν ότι πιο πλουσιοπάροχο και καλομαγειρεμένο μπορούσαν να διαθέσουν, πλούσιοι και φτωχοί. Αρχίζοντας από το αρχαϊκό «χριστόψωμο» με τα καρύδια, περνώντας από το θερμαντικό χοιρινό (που το σφάξιμό του είναι άλλη τελετή) ή από τη βραστή όρνιθα (η γαλοπούλα μας ήρθε από τους Δυτικούς) και φτάνοντας στα λογής γλυκά, που καμάρωνε να παρουσιάζει η νοικοκυρά, έκαναν τη χειμωνιάτικη ευωχία τους ως το βράδυ, έτρωγαν και χόρταιναν τόσο που χρησιμοποιούσαν παροιμιακά τη φράση «κάνω Χριστούγεννα για το καλό φαγοπότι.

Από την ανάγκη του φαγητού, όπως και του καλού-ζεστού ντυσίματος την ημέρα των Χριστουγέννων, έχει την αρχή της και η πλατιά άσκηση της φιλανθρωπίας τις μέρες αυτές. Το δώρο (κόσμημα ή παιγνίδι) ήταν συμπλήρωμα πολυτέλειας μπροστά στις πρακτικές ανάγκες της παλαιότερης κοινωνίας, που χρειαζόταν πάντα να φάει και να ντυθεί. Γι’ αυτό μπορεί να χαρεί κανείς σήμερα την εκλαΐκευση του «περιττού» δώρου, που δείχνει οικονομικό ανέβασμα και συμμετοχή του μεγάλου κοινού στα αρχοντικά έθιμα.

Έχουμε ακόμα πλήθος μικροσυνήθειες στους ελληνικούς τόπους, που ξεκινούν από δοξασίες θρησκευτικές (π.χ. τα μεσάνυχτα ανοίγουν οι ουρανοί) ή από σκέψεις μαγείας και μαντικής, με φυσιολατρικές εκδηλώσεις και γεωργική φροντίδα…

Η συζήτηση δεν γίνεται για ν’ ανακόψουμε το μεγάλο ρεύμα του διεθνούς χριστουγεννιάτικου γιορτασμού, ρεύμα ευχάριστο, που συνθέτει ολόκληρο το Δωδεκαήμερο, και που το κάνει πια ασταμάτητο η ομαδική μίμηση και η εμπορική προβολή… Ενδιαφέρει όμως να σκεφτόμαστε με εθνική παρακολούθηση τι πρέπει να κρατηθεί από τα δικά μας, μέσα στα έθιμα αυτά, και τι είναι υπερβολικά ξένο, ώστε να του αντιστεκόμαστε με αξιοπρέπεια. Στην πλατύτερη εθιμική βάση του τα «Ελληνικά Χριστούγεννα» κρατάνε γερά. Ο κίνδυνος όμως έρχεται από την εμπορική πρωτοβουλία, που έχει αμεσότερη επίδραση στο κοινό.

Ας πάρουμε μερικά παραδείγματα: Εμείς γιορτάζουμε τα Χριστούγεννα ύστερ’ από μια ελαφρά σαρακοστή (μιλούμε για την παράδοση) και πάμε στην εκκλησία το χάραμα της γιορτής, με τις καμπάνες του όρθρου. Πώς δικαιολογείται, λοιπόν, το ξενικό «ρεβεγιόν» της παραμονής, που τόσο διαφημίζουν οι κατά τα άλλα «θεοσεβούμενοι» επιχειρηματίες; Και τι θα εμπόδιζε να μεταφέραμε το νυχτερινό γλέντι στην ίδια τη βραδιά της γιορτής, όπως γινόταν και στα σπίτια παλαιότερα; Θα παρακολουθούσαν τότε μ’ ευχαρίστηση και οι «ξένοι» τα ελληνικά μας Χριστούγεννα.

Ας έρθουμε στο «δέντρο». Άρεσε η φαντασμαγορία του και, καθώς γινόταν οικονομικά προσιτό, επικράτησε. Ωραία η πρασινάδα στο χειμωνιάτικο σπίτι και μάλιστα όταν τη διακοσμούμε με χρώματα και με φώτα! Αλλά γιατί να μην την ποικίλλουμε θαρρετά και με τις ελληνικές πρασινάδες, που με παραδοσιακό ένστικτο προσφέρουν στην αγορά οι χωρικοί μας; Μυρτιά στολισμένη με πορτοκάλι, τι συμβολικότερο, αντίκρισμα της επιθυμητής βλάστησης στην Ελλάδα; Και πόσο ανόητη και ψυχρή αποβαίνει η άλλη συνήθεια μερικών, να γεμίζουν τα «δέντρα» τους με φαρμακευτικό μπαμπάκι, για να θυμίζει το… χιόνι της Παλαιστίνης και της Ελλάδας (που δικαιολογείται, βέβαια, στους Βόρειους).

Σκέφτομαι τις φάτνες, που με απομίμηση των καθολικών αναγλύφων μοιράζουν στα παιδιά οι χαρτοπώλες μας. Παντού η δυτική παράσταση με τους Μάγους-βασιλείς και τον Αιθίοπα. Πουθενά δεν είδαμε πρωτοβουλία βυζαντινής αναπαράστασης (αν και έχουμε χαρτοτεχνικές δυνατότητες), μια Γέννηση π.χ. εμπνευσμένη από το Δαφνί ή από τον Βαρλαάμ των Μετεώρων.

Οι έμποροι βγάζουν στους τοίχους και στις βιτρίνες τους νάνους του ευρωπαϊκού δάσους, που τα παιδιά μας τους βλέπουν περισσότερο σαν παραμύθι, παρά σαν Χριστούγεννα. Τους καλικαντζάρους όμως θα τους καταλάβαιναν αμέσως, όπως θα χαίρονταν και σκηνές από τα παιδικά κάλαντα, που δεν τα βλέπουμε πουθενά σε διάκοσμο, ούτε καν με τον παραδοσιακό πίνακα του Λύτρα. Διαφημιστική εταιρεία στόλισε το 1964 τους ηλεκτρικούς στύλους των δρόμων της πρωτεύουσας με ανέκφραστα σχήματα και αδύναμο φως. Άλλοι δρόμοι φωτίστηκαν με βενετσιάνικα φανάρια. Ποια είναι η ελληνική νότα, που θα την αναζητήσουν και οι ξένοι, στον αθηναϊκό μας διάκοσμο; Ας πλαισίωναν τουλάχιστον το συμβολικό απαραίτητο Άστρο με σιλουέτες και σχήματα από την παράδοσή μας, με σύμβολα από τη λαϊκή τέχνη μας, με τρίγωνα και καραβάκια καλαντιστών, με κλαδιά δάφνης κι ελιάς και με ωραιόσχημα ελληνικά φρούτα…

Μπορούμε να δώσουμε έπαινο σε έναν ελληνικό εμπορικό χώρο που διατηρεί πάντα και προβάλλει τη χριστουγεννιάτικη παράδοση με σπιτικό σεβασμό: είναι τα ζαχαροπλαστεία και τ’ αντίστοιχα αρτοποιεία μας. Αυτά εξακολουθούν να ζυμώνουν «με τα χέρια της μητέρας και της γιαγιάς» και ν’ αραδιάζουν στα τραπέζια και στις προθήκες τους τα διακοσμητικά γλυκίσματα (μορφή παραδοσιακής τέχνης) των ημερών αυτών, από τα κουλουράκια και τους χιονισμένους κουραμπιέδες ως τα μελίπηκτα φοινίκια (μελομακάρονα), τις δίπλες και τα χριστόψωμα.

Αξιοπρόσεκτη είναι και η προσφορά των σχεδιαστών μας στις χριστουγεννιάτικες κάρτες και στις σελίδες ημερολογίων, που δίνουν την ατμόσφαιρα της ελληνικής γιορτής, χαρά για τον ξένο και για τον μετανάστη, που τ’ αναζητούν.

Το αίτημα της παραδοσιακής προσοχής στις γιορτές και στις εκδηλώσεις μας είναι εθνικό μαζί και ψυχολογικό. Εθνικό, γιατί δένει την ιστορική μας συνέχεια και στηρίζει την αυτοτέλεια με τα μέσα της ηθικής και καλλιτεχνικής κληρονομιάς· ψυχολογικό, γιατί ζεσταίνει την αυτοπεποίθηση και την εθνική αγάπη, συγκρατεί τον ίδιο το λαό στα πατροπαράδοτα και στέλνει μηνύματα στους ξενιτεμένους του έθνους, ότι εδώ στη γενέτειρα τους περιμένει πάντα η πατρική ανάμνηση, εξελιγμένη ίσως στις μορφές της, αλλά πιστή στην αρχική σύνθεση, στο ιδιότυπο ελληνικό πνεύμα, στο κλίμα, στην παράδοση και στους θεσμούς.

Δημήτριος Σ. Λουκάτος, Χριστουγεννιάτικα και των γιορτών, εκδ. Φιλιππότης, Αθήνα 1979