Menu Close

Ο οικείος ξένος

«Καὶ λαβὼν τὸ σῶμα ὁ Ἰωσὴφ… ἔθηκεν
αὐτὸ ἐν τῷ καινῷ αὐτοῦ μνημείῳ».
(Ματθ. κη΄, 59-60)

Δεν είναι χωρίς σημασία η λεπτομέρεια, που μας δίδει ο Ευαγγελιστής ότι το μνημείο, στο οποίον ετάφη ο Ιησούς ήταν ξένο. Δεν ήταν δικό Του. Ανήκε στον Ιωσήφ τον από Αριμαθαίας.

οικείος ξένος

Υπήρχε έθος στους Ιουδαίους να έχουν τάφο ιδιόκτητο. Για τον Ιησούν όμως εστάθη και εδώ εξαίρεσις. Ήταν ξένος ακόμη και ο τάφος Του, όπως ήταν ξένο προς Αυτόν κάθε υλικό πράγμα της ζωής αυτής. Δεν ετάφη μόνο αλλά και γεννήθηκε σε ξένο τόπο. Όχι δική Του αλλ’ ουδέ καν φιλόξενη δεν βρέθηκε στέγη στη Βηθλεέμ για τον Ιωσήφ και την Παρθένον όταν ζητούσαν επειγόντως μια γωνιά. «Οὐκ ἦν αὐτοῖς τόπος ἐν τῷ καταλύματι». Και είδε το φως της ζωής σ’ ένα ξένο σπήλαιο. Και σπαργανώθηκε με ξένα σπάργανα. Και ανεκλίθη σ’ έναν ξένο χώρο. Στη φάτνη των αλόγων. Αλλά και στην ξένη αυτή γωνιά η παραμονή Του δεν ήταν ήρεμη, ούτε μόνιμη.

Άγρια ξεσηκώθηκε η μανία του Ηρώδη για να Τον εξαποστείλη σε μια χώρα, που δεν ήταν μονάχα ξένη, αλλ’ ήταν και εχθρική. Στην Αίγυπτο.

Ξένος δε εκεί και πρόσφυγξ γεύεται όλη την πικρία της ξενητειάς για να επανέλθη και να εγκατασταθή και πάλι σε μια ξένη πόλη. Στη Ναζαρέτ. Και να περάση τα τρυφερά χρόνια της παιδικής Του ηλικίας μέσα σ’ ένα ξένο σπίτι. Του Ιωσήφ.

Και όταν αργότερα, τον ρώτησαν οι μαθηταί «Κύριε ποῦ μένεις» στην απάντησί Του εξέφρασε με τρόπο μοναδικό την πλήρη αποξένωσί Του από τα γήινα. «Ἀλώπεκες φωλεὰς ἔχουσιν καὶ τὰ πετεινὰ τοῦ οὐρανοῦ κατασκηνώσεις, ὁ δὲ υἱὸς τοῦ Ἀνθρώπου οὐκ ἔχει ποῦ τὴν κεφαλὴν κλῖναι» τους επληροφόρησε. Και έμεινε ως το τέλος πτωχότερος και από τα πετεινά του ουρανού.

***

Τίποτε δικό Του δεν απέκτησε. Τη λίμνη τη διέσχιζε με ξένο πλοιάριο. Του Σίμωνα. Στα Ιεροσόλυμα εισήλθε καθήμενος επί ξένου πώλου. Και ετάφη σε ξένο τάφο. Του Ιωσήφ του από Αριμαθαίας. Υπήρξε μ’ ένα λόγο ο μεγάλος Ξένος. Αλλά ποτέ ο αποξενωμένος. Στάθηκε δίπλα στον Άνθρωπο. Πολύ κοντά και στις χαρές και στις λύπες του. Έσμιξε με τα παιδιά της ηλικίας Του και ξεκίνησε δωδεκαετής για το προσκύνημα του Ναού στα Ιεροσόλυμα και χάρηκε μαζί τους το χαρούμενο παιδικό τραγούδι της ιεράς αποδημίας. Και στάθηκε πάντα ο Ξένος «ὅστις οἶδε ξενίζειν τοὺς πτωχοὺς καὶ τοὺς ξξένους».

Προσήλθε στο γάμο της Κανά και δεν δίστασε να θαυματουργήση για να μη διακοπή το αγνό γλέντι «τῶν κεκλημένων». Μετέβαλε το ψυχρό νερό σε χαροποιό οίνο. Χάρηκε κι’ έδειξε και στους άλλους, σαν πηγή χαράς, τα μικρά και τα απέριττα: Τα κρίνα του αγρού από τα οποία άντλησε διδάγματα. «Καταμάθετε τὰ κρῖνα τοῦ ἀγροῦ οὐ κοπιᾷ, οὐδὲ νήθει».

Τα αγνά παιδιά, που τα κάλεσε κοντά Του με τόση τρυφερότητα. «Ἄφετε τὰ παιδία ἐλθεῖν πρός με». Και στον πόνο στάθηκε Αυτός, ο Ξένος, οικείος, οικειότατος. Παρηγορητής και ιατρός. Φίλος και αδελφός όλων των θλιμμένων. Και όλος Του ο βίος δεν ήταν παρά ένας αγώνας για να καταλύση τα τείχη, που χωρίζουν τους ανθρώπους σε «ξένους» και σε «δικούς». Κράτησε δε σαν ύψιστο ανταπόδομα «ἐν τῇ ἐσχάτῃ ἡμέρᾳ» το «ξένος ἤμην καὶ συνηγάγετέ με».

Και μένει πάντα ο αιώνιος ξένος, που κρούει στις καρδιές και ζητεί να του ανοίξουν: «Ἰδοὺ ἔστηκα ἐπὶ τὴν θύραν καὶ κρούω. Ἐὰν τις ἀκούσῃ τῆς φωνῆς μου καὶ ἀνοίξῃ εἰσελεύσομαι πρὸς αὐτὸν καὶ δειπνήσω μετ᾿ αὐτοῦ καὶ αὐτὸς μετ᾿ ἐμοῦ».

Κούρκουλας Κωνσταντίνος, Σκηνές από το πάθος, Αθήνα, 1968