Menu Close

Η αγωνία του Ιησού

«Καὶ γενόμενος ἐν ἀγωνίᾳ ἐκτενέστερον προσηύχετο»
(Λουκ. κβ΄, 44)

Κάτω από την ασημένια φυλλωσιά του ελαιώνος, στη Γεθσημανή, γλυστρούν οι σκιές των ένδεκα Γαλιλαίων.

Με βαρύθυμες καρδιές βλέπουν το σκεφτικό Διδάσκαλο να διασχίζη αργά τον Κήπο.

Μπροστά από λίγες μέρες φιλονεικούσαν από πίσω Του για το ποιος θα πάρη τη θέσι της τιμής. Τώρα τον ακολουθούν σιωπηλοί, βεβαρυμένοι, απογοητευμένοι καθώς άκουσαν να τους λέη, ότι θα παταχθή ο ποιμένας και θα διασκορπισθούν τα πρόβατα.

«Περίλυπός ἐστί ἡ ψυχή μου ἕως θανάτου. Μείνατε ὦδε καὶ γρηγορεῖτε», τους παραγγέλλει. Ξεχωρίζει και χάνεται στο σκοτεινό βάθος του δάσους. Έχει ριχτή πια και κλυδωνίζεται μέσα στο πέλαγος της αγωνίας Του. Παλεύει μόνος. Κανένας δεν παραστέκεται δίπλα Του. Από τους μαθητάς ένας μονάχα αγρυπνεί. Ο Ιούδας. Οι ένδεκα, παρ’ όλες τις παρακλήσεις Του, κοιμήθηκαν. Και τον πικραίνει πιότερο ο νυσταγμός αυτός των μαθητών από το μίσος των εχθρών Του.

Η αγωνία του Ιησού

«Οὐν ἰσχύσατε μίαν ὥραν γρηγορῆσαι;»… Τα κύματα της αγωνίας ξεσπούν το ένα πίσω από το άλλο. Το φίλημα του Ιούδα. Το ράπισμα του δούλου. Η άρνησι του Πέτρου. Το αλλοπρόσαλλο του Πιλάτου. Το ακάνθινο στεφάνι. Το μαρτύριο του Σταυρού. Η εγκατάλειψι του Πατρός. Όλα αυτά περνούν από την προγνωστική σκέψι Του, του τρικυμίζουν την ψυχή και του βρέχουν, «ὡσεὶ θρόμβοι αἵματος», την ωχρή του όψι.

Η θύελλα μαίνεται, μα δεν θα τον καταποντίση. Τα κύματα σπάζουν και διαλύονται πάνω στον αδάμαστο κυματοθραύστη Του. Την Προσευχή. «Καὶ γενόμενος ἐν ἀγωνίᾳ ἐκτενέστερον προσηύχετο».

***

Η καταιγίδα κόπασε. Σηκώνεται ήρεμος, έτοιμος να δεχθή το προδοτικό φίλημα με τα επακόλουθά του. Ξυπνάει τους μαθητάς και περιμένει τη σύλληψι ατάραχος.

Η νύχτα είναι πολύ σκοτεινή μέσα στο δάσος, αλλά κάποιο υπερκόσμιο φως λάμπει στο πρόσωπο του Ιησού…

Νικητής πια αυτός, αφήνει στον κήπο της Γεθσημανή εύρημα δικό μας το όπλο της Νίκης Του. Την Προσευχή.

Γιατί μπορεί να μη συμμεριστούμε κανένα από τα άλλα παθήματα του Χριστού. Την αγωνία όμως θα τη δοκιμάσουμε. Θα περάσουμε οπωσδήποτε και μια και περισσότερες φορές από τον κήπο της Γεθσημανή μας και θα αισθανθούμε να μας πλακώνη βαρειά τα στήθη η αγωνία, «ο βρόχος της ψυχής», όπως την λένε οι Ινδοί.

Μα μέσα στον Κήπο της αγωνίας Του, αφήκε ο Χριστός για τη Γεθσημανή μας το όπλο της σωτηρίας. Την Προσευχή. Αυτή που κατά τον Χρυσορρήμονα «δύναμιν πυρὸς ἔσβεσεν· λεόντων θυμὸν ἐχαλίνωσε· πολέμους ἔλυσε· μάχας ἔπαυσε· χειμῶνας ἀνεῖλε· δαίμονας ἤλασε· οὐρανοῦ πύλας ἠνέωξε· δεσμὰ θανάτου διέκοψε· ἀρρωστίας ἐφυγάδευσεν· ἐπηρείας ἀπεκρούσατο· πόλεις σειομένας ἔστησεν».

Αυτό το ακαταγώνιστο όπλο αφήκεν ο Χριστός στον κήπο της αγωνίας Του ως ασπίδα και θυρεό δικό μας. «Αὐτὸς δὲ εἰς ἀγωνίαν γενόμενος ἐκτενέστερον προσηύχετο».

Ευτυχείς όσοι στην αγωνία τους γνωρίζουν να υψώνουν τα χέρια τους στον ουρανό και να εκτείνουν την καρδιά τους προς Εκείνον «ὅθεν ἤξει ἡ βοήθειά των».

Κούρκουλας Κωνσταντίνος, Σκηνές από το πάθος, Αθήνα, 1968