Menu Close

Εβδομάς Κατανύξεως

«Πορευθέντες ἑτοιμάσατε ἡμῖν τὸ Πάσχα
ἵνα φάγωμεν»
(Λουκ. κβ΄ 8)

Η Εκκλησία μας ανοίγει σήμερα την ωραία πύλη της Μεγάλης Εβδομάδος, για να μας εισαγάγη στη μυσταγωγία των Παθών. Γενεές γενεών γεύθηκαν από την αθάνατη πηγή της κατανύξεως της Μεγάλης Εβδομάδος. Μα δεν χόρτασαν. Ούτε εξοικειώθησαν με αυτήν. Δεν πρόκειται δε, ούτε στο μέλλον να εξοικειωθούν, αλλά πάντα με δέος θα πλημμυρίζουν τους ναούς οι χριστιανοί, για να ξαναλουσθούν στης μεγάλης εβδομάδος την κατάνυξι. Και θα αισθάνωνται πάντοτε δέος και ψυχική έξαρσι οι πιστοί, τις άγιες αυτές ημέρες, γιατί δεν προσκαλούνται ως απλοί θεαταί, αλλ’ ως συμμέτοχοι του Πάθους. Όχι απλώς να υποδεχθούν, αλλά να συναναβούν μετά του Ιησού εις Ιεροσόλυμα και να συσταυρωθούν μετ’ αυτού «ταῖς τοῦ βίου ἡδοναῖς». Πολλοί θα παραμείνουν κι εφέτος θεαταί. Άλλοι πάλι θα περιορισθούν σε μια ευλαβική υποδοχή «μετὰ βαΐων καὶ κλάδων». Και άλλοι θα επευφημήσουν με τα «Ὡσαννά», σήμερα, για να κραυγάσουν το «ἆρον ἆρον» αύριο. Θα τους συγκινήσει το Πάθος του Κυρίου, θ’ αφίσουν όμως ανέγγιχτα τα πάθη της ψυχής τους. Θα υψώσουν δακρυστάλαχτα μάτια προς τον Υιό της Παρθένου, όταν θ’ ακούσουν το «Σήμερον κρεμᾶται ἐπὶ ξύλου». Θα ξανασταυρώσουν όμως έπειτα από λίγο το Χριστό με τις αμαρτωλές τους πράξεις.

Εβδομάς Κατανύξεως

***

Λέγεται, πως κάποτε ο λαός της Αντιοχείας επανεστάτησε κατά του βασιλέως Σελεύκου. Τον συνέλαβε και τον έρριψε στη φυλακή. Κατόρθωσε όμως να δραπετεύση ο δυστυχής Βασιλεύς, και οδοιπορώντας όλη τη νύχτα έφτασε σ’ ένα ερημικό μέρος και κάθησε σε μια πέτρα για να ξεκουρασθή. Οι επαναστάται, τον ζήτησαν στη φυλακή για να τον δικάσουν και τον θανατώσουν. Μα δεν τον βρήκαν. Μανιασμένοι ώρμησαν με λόγχες και σπαθιά ξεγυμνωμένα, για να τον αποτελειώσουν όπου τον βρουν. Δεν άργησαν να τον διακρίνουν!… Σαν επλησίασαν όμως, η καρδιά τους ράγισε. Μπροστά τους είχαν ένα Βασιλέα, αγνώριστο από την αγωνία και τον πόνο. Χωρίς βασιλικά διαδήματα. Δίχως συντρόφους. Έρημο και περιφρονημένο… Ρίγη συγκινήσεως διέτρεξεν το κορμί τους. Έπεσαν τα σπαθιά από τα χέρια τους. Γονάτισαν μπροστά του μετανοιωμένοι. Τον σήκωσαν. Τον έφεραν στην πόλι. Τον ανέβασαν στο θρόνο και του υποσχέθηκαν αιώνια αφοσίωσι…

***

Αυτός, τον Οποίον θα δούμε μεθαύριο κι εμείς κρεμασμένο επάνω στο Σταυρό, άμορφον από τα ραπίσματα, χωρίς είδος και κάλλος, προδομένον από όλους, έρημον και εγκαταλελειμμένον, είναι ο Βασιλεύς μας, του Οποίου η βασιλεία «οὐκ ἔστιν ἐκ τοῦ κόσμου». Ο Βασιλεύς, που έφτασε στο κατάντημα αυτό για χάρι μας.

Μακάριοι, όσοι μπροστά στο θέαμα του Εσταυρωμένου Βασιλέως, θα νοιώσουν την συντριβή των επαναστατών της Αντιοχείας… Και θα πετάξουν τα σπαθιά με τα οποία τον πληγώνουν καθημερινώς. Θα παλινορθώσουν τον αιώνιο Βασιλέα Χριστό, στο θρόνο της καρδιάς τους. Και θα του υποσχεθούν μόνιμη αφοσίωσι.

Δεν θα μπορούσε να προκύψη για τον πιστό, μεγαλύτερο και θετικώτερο κέρδος από την κατάνυξι της μεγάλης εβδομάδος, από μια τέτοια μεταβολή αισθημάτων και ζωής.

Θα αποχτούσε έτσι το «ένδυμα του νυμφώνος», ίνα φάγη το Πάσχα μετά του Ιησού.

Κούρκουλας Κωνσταντίνος, Σκηνές από το πάθος, Αθήνα, 1968