Menu Close

Η Κοίμηση της Παναγίας στη Φανερωμένη της Σαλαμίνας

Το Πάσχα του Καλοκαιριού[1]

Άκου τις χαρούμενες καμπάνες που αντιλαλούνε από παντού και γεμίζουνε τον αγέρα με τη γλυκειά φωνή τους! Ποια χαρά μεγάλη γίνεται; Η Παναγία εκοιμήθη! Η Παναγία ανέβηκε από τη γη στον ουρανό! «Μετέστη πρὸς τὴν ζωήν, μήτηρ ὑπάρχουσαν τῆς Ζωῆς».

Η Κοίμηση της Παναγίας είναι για μας τους Ορθοδόξους Έλληνες το καλοκαιρινό Πάσχα.

Κοίμηση της Παναγίας στη Φανερωμένη

Ας πάμε λοιπόν σ’ ένα από τα πιο μεγάλα κ’ έμορφα μοναστήρια της, στη Φανερωμένη της Σαλαμίνας. Θα πάμε να προσκυνήσουμε, όπως πηγαίνανε τα καλά χρόνια που δεν είχε γεμίσει μηχανές η στεριά κ’ η θάλασσα, όπως σήμερα. Θα πάμε με το τρεχαντηράκι, με τα πανιά, που είναι τόσο ταιριαστά με τη γιορτή της Παναγίας.

Μπαίνουμε λοιπόν στη βάρκα από την Πειραϊκή. Φυσά βοριάς, μελτέμι, και θα πάμε δευτερόπρυμα. Βάζουμε μέσα στη βάρκα τις κουμπάνιες μας και τα στρωσίδια μας, ισάρουμε το πανάκι μας κι ανοιγόμαστε. Ο αγέρας είναι φρέσκος και το φουσκώνει τόσο έμορφα, που μόνο που το βλέπεις χαίρεσαι. Η πλώρη αφρίζει, οι θάλασσες γεμίζουμε αρμυρή δροσιά την κουβέρτα μας. Νοιώθουμε κάποια αγιασμένη χαρά, βάζοντας πλώρη κατά το μοναστήρι. Το προσκύνημα που γίνεται ύστερα από θαλασσινό ταξίδι είναι πιο κατανυχτικό.

Το γλυκό σφύριγμα που κάνει ο αγέρας, με το ράντισμα της θάλασσας, λες κ’ είναι σαν το ίσο που κρατούνε οι κανονάρχοι, και μας καλεί να ψάλουμε. Πιάνουμε λοιπόν την ψαλμωδία. Κάνουμε τον εσπερινό. Ο ήλιος γέρνει κατά το βασίλεμα σιγά-σιγά. Οι γλάροι ψέλνουνε κι αυτοί μαζί μας, πετώντας γιορταστικά αποπάνω μας. Μπαίνουμε στο μπουγάζι ανάμεσα στη στεριά και στην Κούλουρη. Ήμερη κι όμορφη θάλασσα. Το παράξενο βουνό της Σαλαμίνας στέκεται αριστερά μας, και στα δεξιά μας η στεριά με την Ελευσίνα και το Μεγάλο Πεύκο. Βάρκες, μπενζίνες και βαρκάκια λογής-λογής πηγαινοέρχουνται. Η θάλασσα έχει πανηγύρι.

Το βορεινό αγέρι έρχεται δροσερό από τη στεριά, και τα νερά είναι μαβειά, μ’ άσπρους αφρούς, που πάνε και σβήνουνε απάνω στο νησί της Σαλαμίνας. Ανοιχτά από το μοναστήρι, πριν ν’ αράξουμε, ακούγονται οι καμπάνες. Σε λίγο θ’ αρχίση ο εσπερινός.

Αυτό το φημισμένο μοναστήρι έχει παλιά θεμέλια, ίσως από χίλια χρόνια, αλλά ξαναχτίσθηκε στα 1670. Ανέκαθεν δεν γνωρίζω αν γιόρταζε στην Κοίμηση της Θεοτόκου, μα σαν ξαναχτίσθηκε, πήρε τόνομα της Φανερωμένης, επειδή φανερώθηκε η εικόνα της σ’ έναν Λάμπρο Κανέλλο από τα Μέγαρα, που ήτανε γεωργός και χτίστης. Αυτός φαίνεται να ήτανε ευλαβής άνθρωπος, γιατί, εκεί που δούλευε σ’ ένα χωράφι του σε κάποιο μέρος που το λέγανε Λιάντρο, είδε στον ύπνο του την Παναγία και του είπε να σηκωθή και να πάγη στη Σαλαμίνα, κ’ εκεί στο μέρος που του έδειξε, θα βρη γκρεμισμένη την εκκλησιά της, και στο ίδιο μέρος να χτίση καινούργια εκκλησιά στη χάρη της. Του έδειξε και τα σύνορα του παλιού μοναστηριού και τα κτήματά του που τάχανε καταπατήσει, προ πάντων ένα μεγάλο κτήμα στη Γλυφάδα, που τόχε αρπάξει ένας αγάς Τούρκος, φανατικός και χριστιανομάχος.

Σαν ξύπνησε ο Κανέλλος, δεν έδωσε σημασία στόνειρο που είδε, αλλά το ξαναείδε δυο φορές ακόμα. Την τρίτη φορά η Παναγία του μίλησε αυστηρά, παραγγέλνοντάς του να κάνη ό,τι του είχε πη. Τότε πια ο Κανέλλος αποφάσισε να πάγη στην Κούλουρη. Σαν έφταξε όμως αντίκρυ στο μέρος της Σαλαμίνας που του είχε δείξει η Παναγία, δηλαδή στο σημερινό Μεγάλο Πέυκο, δεν βρήκε καΐκι για να περάση στο νησί, ήτανε και μεγάλη θαλασσοταραχή. Εκεί λοιπόν που καθότανε απελπισμένος και δεν ήξερε τι να κάνη, άκουσε μια φωνή να του λέγη: «Ρίξε το γιουρντί σου (την κάππα σου) στη θάλασσα, και κάθησε απάνω, και θα σε βγάλη στο νησί χωρίς να πάθης τίποτα». Ο Κανέλλος δεν δίστασε καθόλου κ’ έκανε ό,τι του παράγγειλε η φωνή, και βγήκε στην Σαλαμίνα, στο μέρος που ήτανε το χαλασμένο μοναστήρι. Εκεί έσκαψε και βρήκε τα παλιά θεμέλια και την εικόνα της Παναγίας, χωμένη μέσα στη γη. Μετά καιρό έγινε καλόγηρος με τόνομα Λαυρέντιος, κ’ έπιασε να χτίζη το μοναστήρι. Σ’ ένα σημείωμα που σώζεται στο μοναστήρι, είναι γραμμένα τούτα τα λόγια:

«1670, 17 Μαΐου· ἦλθα ἐγὸ ὁ εὐτεχεῖς Λαυρέντιος εἰς νυσὶν τῆς λεγομένης τὸ ἐπίκλυν Σαλαμήνης καὶ ἀνεκένισα τὸ μοναστῆριο ποῦητον ἐριμομένο ἀπὸ κεροῦς».

Με την βοήθεια της Παναγίας μπόρεσε κι αποτελείωσε το μοναστήρι, που το έκανε μεγάλο, και να πάρη και τα κτήματά του. Μονάχα το κτήμα της Γλυφάδας, που είπαμε, δεν τόδινε ο Τούρκος που το βαστούσε. Αλλά, μετά καιρό, αρρώστησε βαρειά η γυναίκα του Τούρκου, και κιντύνευε να πεθάνη, γιατί κανένας γιατρός δεν μπόρεσε να την ωφελήση. Μ’ όλο που εκείνη η γυναίκα ήτανε πολύ αγαπημένη στον αγά, ωστόσο, σαν του έλεγε αυτή κ’ άλλοι δικοί της να φωνάξουνε τον καλόγερο να τη διαβάση, θύμωνε και γινότανε αληθινός Τούρκος. Μα, βλέποντας πως η γυναίκα του κόντευε να πεθάνη, παραδέχτηκε να φωνάξουνε τον Λαυρέντιο. Πήγε λοιπόν ο Λαυρέντιος στην Αθήνα, και σταύρωσε την ετοιμαθάνατη τρεις φορές με το ραβδί του, της διάβασε και τις ευχές υπέρ αναρρώσεως. Την άλλη μέρα η κατάστασή της καλυτέρεψε, και σε λίγο γιατρεύτηκε. Τότε ο άνδρας της είπε στον Λαυρέντιο να τον συγχωρήση για την κακή μεταχείριση που τούχε κάνει πριν, κ’ έδωσε το κτήμα πίσω στο μοναστήρι με χαρτιά επίσημα.

Ο Λαυρέντιος έζησε θεάρεστα, κάνοντας το καλό όπου μπορούσε, νηστεύοντας και προσευχόμενος. Στα τελευταία χρόνια του αποτραβήχτηκε σ’ ένα ρημοκκλήσι του προφήτη Ηλία, απάνω σ’ ένα βουνό κοντά στο μοναστήρι, κ’ εκεί ασκήτεψε σκληρότερα, ως που εξεδήμησε προς Κύριον, και θάφτηκε στο παρεκκλήσι της Μονής. Ένα χειρόγραφο του μοναστηριού γράφει:

«Είς τοὺς 1707 μηνὶ Μαρτίου 9 ἡμέρα τῶν ἁγίων σαρά(ν)τα ἐκημήθη ὁ μακαρίτης ὁ κτήτορας τοῦ μοναστηρίου ὀνόματι Λαυρέντιος τὸ ἐπίκλην ἐκ Μεγάρι Πατρίδος».

Η Εκκλησία τον κατέταξε στους αγίους. Η κάρα του βρίσκεται στο παρεκκλήσι του αγίου Νικολάου, εκεί που βρίσκεται κ’ η εικόνα της Παναγίας που βρήκε ο άγιος Λαυρέντιος, η Φανερωμένη.

Μοναχή έγινε κ’ η γυναίκα του Βασίλω, κι ονομάσθηκε Βασσιανή. Το ίδιο κι ο γυιός τους καλογέρεψε, παίρνοντας τόνομα Ιωακείμ και γενάμενος ηγούμενος.

Το Καθολικό της Μονής είναι ένα μεγάλο κτίριο, τρίκλιτο, κ’ έχει σχέδιο βασιλικής με τρούλλο, χτισμένο με πελεκητές πέτρες. Στολίσθηκε με αγιογραφίες στις μέρες του ηγουμένου Ιωακείμ, του γιου του Λαυρέντιου, και του μητροπολίτου Αθηνών Ζαχαρίου, στα 1735. Το ζωγράφισε ο Γεώργιος Μάρκου ο Αργείος, που στάθηκε ο τελευταίος σπουδαίος τοιχογράφος της εκκλησιαστικής εικονογραφίας. Τα έργα που άφησε είναι πολλά. Τα πιο σπουδαία είναι κατά πρώτο οι αγιογραφίες της Μονής των Ασωμάτων Πετράκη, καμωμένες στα 1719, ύστερα ζωγράφισε το ασκηταριό του Καρηττού στην Πεντέλη στα 1727, κατόπι αγιογράφησε την εκκλησία της Παναγίας στο Κορωπί στα 1732, και τελευταία το καθολικό της Φανερωμένης στη Σαλαμίνα στα 1735. Έβγαλε κάμποσους μαθητάδες, που ζωγραφίσανε ένα πλήθος εξωκκλήσια γύρω στην Αθήνα, προπάντων στα Μεσόγεια. Οι καλύτεροι μαθητές του ήτανε ο Νικόλαος Μπενιζέλος, ο αδελφός του Αντώνιος κι ο Γεώργιος Κυπραίος.

Τα πρώτα έργα του είναι πιο τεχνικά και πιο πιστά στην ανατολική παράδοση. Ως φαίνεται, στην αρχή ακολουθούσε τον δρόμο που του έδειξε ο δάσκαλός του, όπως δείχνουνε οι τοιχογραφίες της Μονής Πετράκη, που πολλοί άγιοι έχουνε αρχαίο σχήμα, όπως είναι οι προφήτες του τρούλλου, κ’ οι ολόσωμοι άγιοι που είναι ζωγραφισμένοι στο κάτω μέρος της εκκλησιάς, αποπάνω από τα στασίδια. Τα πρόσωπα και τα φορέματα είναι αυστηρά, σε βυζαντινό ύφος. Οι συνθέσεις όμως είναι οι περισσότερες καμωμένες πρόχειρα και με πολύ μέτρια τέχνη, και σε πολλά ιταλίζουνε. Περισσότερο ιταλίζουνε τα έργα του στην Παναγία του Κορωπιού, κι ακόμα περισσότερο στη Φανερωμένη της Σαλαμίνας. Σ’ αυτό θα συντέλεσε και το ότι, είχε πάγει ο Μάρκος στην Ιταλία, κ’ εκεί τύπωσε στα 1729 στη Βενετιά την ακολουθία του αγίου Πέτρου, αρχιεπισκόπου Άργους, κι από κει πήρε ιταλικά σχέδια, κι απ’ αυτά ανεκάτωσε κάμποσα με τα βυζαντινά, προ πάντων στις συνθέσεις, κ’ έκανε ένα κακό μπόλιασμα, ώστε οι αγιογραφίες Φανερωμένης να είναι το χειρότερο έργο του: Χρώματα χτυπητά, προπάντων τα κόκκινα, χωρίς βαθύ αίσθημα και μυστική αρμονία, σχέδια άνοστα, άτεχνα και χοντροδουλεμένα, δουλειά πρόχειρη και γλήγορη, προπάντων στα μαρτύρια και σε κάποιες παραστάσεις που τις εφευρίσκει ο ίδιος και τις αυτοσχεδιάζει. Ωστόσο, όλη μαζί η ζωγραφική του καθολικού έχει έναν ορθόδοξο αγέρα, καμωμένη με λαϊκό τρόπο, ιδίως από τα μαστορόπουλα που είχε. Η προχειρότητα χρωστιέται και στη βιασύνη που είχανε οι ζωγράφοι να ζωγραφίσουνε χιλιάδες φιγούρες. Αληθινά, όποιος πρωτομπή στην εκκλησιά αυτή απομένει εκστατικός μπροστά στις λεγεώνες τους ζωγραφισμένους ανθρώπους, στις χιλιάδες τα σπίτια, τα βουνά, τα δέντρα, τα ζώα, και τάλλα που σκεπάζουνε τους τοίχους από πάνω ίσαμε κάτω. Ζαλίζεται. Οι ζωγράφοι έχουνε παραστήσει όλα τα καθέκαστα της Παλαιάς και Νέας Διαθήκης, από τη δημιουργία του κόσμου και την πλάση του ανθρώπου ως τους Μακκαβαίους, κι από τον Ευαγγελισμό, ως την Πεντηκοστή. Κοντά σ’ αυτά ιστορίσανε όλη την ιστορία της Εκκλησίας, τα μαρτύρια των αγίων, τα θαύματα, τας Συνόδους, τους βίους των Οσίων, την Αποκάλυψη, το Σύμβολο της Πίστεως, και τέλος τη Δευτέρα Παρουσία. Ο ιστορικός Πουκεβίλ, που είδε την εκκλησιά κατά την Επανάσταση του Εικοσιένα, γράφει πως είναι ζωγραφισμένα στους τοίχους της ως πενήντα χιλιάδες πρόσωπα. Μα τα παραείπε. Ο αρχαιολόγος Ντιντρόν, που ήρθε στην Ελλάδα υστερώτερα, γράφει πως είναι 3.550.

Ο Μάρκος κ’ οι μαθητές του έχουνε ζωγραφίσει και τις τέσσερες από τις μεγάλες εικόνες του τέμπλου απάνω σε ξύλο, τη Μεταμόρφωση, την Κοίμηση, την Παναγία και τους αποστόλους Πέτρο και Παύλο. Η εικόνα των Τεσσαράκοντα Μαρτύρων είναι έργο του Θεοδώρου Πουλάκη.

Η θαυματουργή εικόνα της Παναγίας της Φανερωμένης είναι μικρή, με μαυρισμένα τα πρόσωπα του Χριστού και της Παναγίας, κι ασημωμένη.

Φαίνεται πως η πρώτη εκκλησία του μοναστηριού ήτανε αφιερωμένη στη Μεταμόρφωση του Χριστού, γι’ αυτό και στο τέμπλο υπάρχει η εικόνα της μαζί με την εικόνα της Κοιμήσεως.

Ο Εσπερινός κ’ η λειτουργία που γίνεται μέσα στην καταζωγραφισμένη εκκλησία της Φανερωμένης στη Σαλαμίνα, έχει πολλή μεγαλοπρέπεια, κ’ οι προσκυνητές στέκουνται με βαθειά κατάνυξη. Οι ψυχές τους νοιώθουνε πως έχουνε φτερά και πετάνε στα ουράνια, μαζί με τη βασίλισσα που έχει τόσα παλάτια στην αγιασμένη Ελλάδα μας.

Την ώρα που τ’ αυτιά τους ακούνε τους εξαίσιους ύμνους και τα τροπάρια που τα ψέλνουνε καλλίφωνοι κ’ ελληνόφωνοι ψαλτάδες και παπάδες, τα μάτια τους ευφραίνονται από τις σεμνές και κατανυκτικές αγιογραφίες, που τις ζωγραφίσανε αγιασμένα χέρια, δουλεύοντας μέρα-νύχτα, με κόπο πολύν, με νηστεία και με προσευχή, με φόβο Θεού και με τη χαρά που δίνει η πίστη.

Αυτοί οι ύμνοι που ψέλνουνε στην Κοίμηση, είναι γεμάτοι αγιασμένον ενθουσιασμό, κι αυτή τη γιορτή της Παναγίας, από λυπητερό ξόδι την κάνουνε χαρούμενη και θριαμβική πανήγυρη. Αυτό είναι το μυστήριο της πίστης μας, «η χαρμολύπη» της Ορθοδοξίας.

Ο υμνωδός λέγει:

«Ὤ τοῦ παραδόξου θαύματος! Ἡ πηγὴ τῆς ζωῆς ἐν μνημείῳ τίθεται, καὶ κλῖμαξ πρὸς οὐρανὸν ὁ τάφος γίνεται. Εὐφραίνου Γεθσημανῆ, τῆς Θεοτόκου τὸ ἅγιον τέμενος. Βοήσωμεν οἱ πιστοί, τὸν Γαβριὴλ κεκτημένοι ταξίαρχον: Κεχαριτωμένη, χαῖρε, μετὰ Σοῦ ὁ Κύριος, ὁ παρέχων τῷ κόσμῳ διὰ Σοῦ τὸ μέγα ἔλεος».

Δηλαδή, η Κοίμησις γίνεται Ευαγγελισμός, η γραία Θεοτόκος, που κείτεται στο νεκρικό κλινάρι, αλλάζει υπερφυώς και γίνεται κόρη δεκατεσσάρων χρονών, κι ακούγει τον αρχάγγελο Γαβριήλ να της φωνάζη: «Κεχαριτωμένη, χαῖρε μετὰ Σοῦ ὁ Κύριος, ὁ παρέχων τῷ κόσμῳ διὰ Σοῦ τὸ μέγα ἔλεος».

Θριαμβικός είναι κι ο κανόνας που ψέλνεται στη λειτουργία, η θαυμασία «Πεποικιλμένη», που την αγαπούσε τόσο ο μακαρίτης ο Παπαδιαμάντης, και που ξεπετούσε η ψυχή του όποτε την έψελνε.

«Πεποικιλμένη τῇ θείᾳ δόξῃ ἡ ἱερὰ καὶ εὐκλεής, Παρθένε, μνήμη Σου, πάντας συνηγάγετο πρὸς εὐφροσύνην τοὺς πιστούς, ἐξαρχούσης Μαριάμ, μετὰ χορῶν καὶ τυμπάνων τῷ Σῷ, ᾄδοντας μονογενεῖ, ἐνδόξως ὅτι δεδόξασται».

Με χορούς και με τύμπανα μας κράζει ο υμνωδός να κηδέψουμε την Παναγία, γιατί είναι η πηγή της Ζωής, δηλαδή του Χριστού, και φεύγοντας από τη γη, πηγαίνει στο βασίλειο της αληθινής ζωής. Κ’ η Μαριάμ, που λέγει ο ποιητής πως πηγαίνει μπροστά σ’ αυτόν τον αγιασμένο χορό, είναι η συνονόματη της Παναγίας, η αδελφή του Μωϋσή και του Ααρών, που χτυπούσε το τύμπανο κ’ υμνολογούσε τον Θεό, την ώρα που καταποντιζόντανε ο Φαραώ, κ’ οι στρατιώτες του μέσα στην Ερυθρή θάλασσα, που άνοιξε και τους κατάπιε,

«Λαβοῦσα δὲ Μαριὰμ ἡ προφῆτις, ἡ ἀδελφὴ Ἀαρών, τὸ τύμπανον ἐν τῇ χειρὶ αὐτῆς, καὶ ἐξήλθοσαν πᾶσαι αἱ γυναῖκες ὀπίσω αὐτῆς μετὰ τυμπάνων καὶ χορῶν».

(Έξοδος ιε΄. 20).

[1] Αθησαύριστο κείμενο από το Αρχείο της κ. Δέσποινας Κόντογλου-Μαρτίνου, με την άδεια της οποίας δημοσιεύεται.

Φώτης Κόντογλου, Η Κοίμηση της Παναγίας στη Φανερωμένη της Σαλαμίνας: Το Πάσχα του Καλοκαιριού, Νέα Εστία, τεύχος 1515, 15 Αυγούστου 1990, σελ. 1097-1102.