Menu Close

Οι ιερές εικόνες

Οι διαμάχες που αφορούσαν το Πρόσωπο του Χριστού δεν έπαψαν με τη Σύνοδο του 681, αλλά επεκτάθηκαν με διαφορετική μορφή στον όγδοο και ένατο αιώνα. Η πάλη επικεντρώθηκε στις άγιες εικόνες, στις εικόνες του Χριστού, της Παναγίας και των αγίων, που υπάρχουν και τιμώνται στις εκκλησίες και στα σπίτια. Οι Εικονομάχοι, που υποψιάζονταν ως ειδωλολατρική κάθε θρησκευτική τέχνη που παρίστανε ανθρώπους ή τον Θεό, απαιτούσαν την καταστροφή των εικόνων· η άλλη πλευρά, οι Εικονολάτρες, υπερασπίζονταν με ζέση τη θέση των εικόνων στη ζωή της Εκκλησίας. Ο αγώνας δεν ήταν απλώς μια σύγκρουση μεταξύ δύο διαφορετικών αντιλήψεων για τη χριστιανική τέχνη. Εμπλέκονταν βαθύτερα ζητήματα: ο χαρακτήρας της ανθρώπινης φύσης του Χριστού, η Χριστιανική στάση απέναντι στην ύλη, το αληθινό νόημα της Χριστιανικής λύτρωσης.

ιερές εικόνες

Πιθανώς οι Εικονομάχοι να είχαν δεχτεί εξωτερικές επιρροές, από τους Ιουδαίους και τους Μουσουλμάνους, και είναι σημαντικό το γεγονός πως, τρία χρόνια πριν ξεσπάσει η Εικονομαχία στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία, ο Μουσουλμάνος χαλίφης Γιεζίντ είχε διατάξει να απομακρυνθούν όλες οι εικόνες από την επικράτειά του. Η Εικονομαχία όμως δεν είχε απλώς εισαχθεί απ’ έξω· μέσα στον ίδιο τον Χριστιανισμό υπήρχε ανέκαθεν μια «πουριτανική» άποψη, που καταδίκαζε τις εικόνες επειδή διέβλεπε μια λανθάνουσα ειδωλολατρία. Όταν οι Ίσαυροι επιτέθηκαν στις εικόνες, η υποστήριξη που βρήκαν μέσα στην Εκκλησία ήταν μεγάλη.

Η περίοδος της Εικονομαχίας, που διάρκεσε κάπου 120 έτη, χωρίζεται σε δύο στάδια. Το πρώτο στάδιο άνοιξε το 726 όταν ο αυτοκράτορας Λέων Γ΄ άρχισε τον πόλεμο στις εικόνες και έληξε το 780 όταν η αυτοκράτειρα Ειρήνη τερμάτισε τους διωγμούς. Τις θέσεις των Εικονολατρών δικαίωσε η Έβδομη και τελευταία Οικουμενική Σύνοδος (787), που συνεκλήθη, όπως και η πρώτη, στη Νίκαια. Σύμφωνα με τη Σύνοδο, οι εικόνες πρέπει να φυλάσσονται στις εκκλησίες και να τους αποδίδεται ο ίδιος σχετικός σεβασμός που αποδίδεται και σε άλλα υλικά σύμβολα, όπως είναι ο «τίμιος και ζωοποιός Σταυρός» και το Ευαγγέλιο. Μια καινούρια επίθεση κατά των εικόνων άρχισε με τον Λέοντα Ε΄ τον Αρμένιο το 815, και συνεχίστηκε μέχρι το 843 όταν οι εικόνες αποκαταστάθηκαν πάλι, μόνιμα αυτή τη φορά, από μια άλλη αυτοκράτειρα, τη Θεοδώρα. Η τελική νίκη των ιερών εικόνων το 843 είναι γνωστή ως «Θρίαμβος της Ορθοδοξίας» και εορτάζεται με ιδιαίτερη τιμή την «Κυριακή της Ορθοδοξίας», την πρώτη Κυριακή της Μ. Τεσσαρακοστής. Πρωταγωνιστής στη μάχη για τις εικόνες την πρώτη περίοδο ήταν ο αγ. Ιωάννης Δαμασκηνός (;675-749) και στη δεύτερη ο αγ. Θεόδωρος ο Στουδίτης (759-826). Ο αγ. Ιωάννης Δαμασκηνός είχε μεγαλύτερη ελευθερία στο έργο του επειδή κατοικούσε σε Μουσουλμανική περιοχή, μακριά από το άγγιγμα του Βυζαντινού κράτους. Δεν ήταν η τελευταία φορά που το Ισλάμ, άθελά του, ενεργούσε ως προστάτης της Ορθοδοξίας.

Ένα από τα κύρια χαρακτηριστικά της Ορθοδοξίας είναι η θέση που επιφυλάσσει στις εικόνες. Ο ορθόδοξος ναός είναι γεμάτος με αυτές. Μεταξύ του Ιερού και του κυρίως Ναού υπάρχει ένα στέρεο πέτασμα, το εικονοστάσι, που είναι εντελώς καλυμμένο με εικόνες, ενώ άλλες εικόνες είναι τοποθετημένες σε ειδικές βάσεις σ’ ολόκληρο τον χώρο της εκκλησίας· συνήθως και οι τοίχοι καλύπτονται με εικόνες σε νωπογραφία ή ψηφιδωτό. Ο Ορθόδοξος πιστός γονατίζει μπροστά στις εικόνες, τις ασπάζεται και ανάβει κεριά μπροστά τους. Ο ιερέας τις λιβανίζει και οι εικόνες περιφέρονται όταν γίνεται λιτανεία. Τι σημαίνουν λοιπόν όλες αυτές οι πράξεις και χειρονομίες; Τι υποδηλώνουν οι εικόνες, και γιατί τις θεωρούν τόσο σημαντικές ο αγ. Ιωάννης Δαμασκηνός και άλλοι;

Θα συζητήσουμε πρώτα την κατηγορία για ειδωλολατρία που εκτόξευαν οι Εικονομάχοι στους Εικονολάτρες. Κατόπιν τη θετική αξία των εικόνων ως μέσα οικοδομής. Και τελευταία τη δογματική τους σημασία.

(1) Το πρόβλημα της ειδωλολατρίας. Όταν ένα Ορθόδοξος ασπάζεται μια εικόνα και γονυπετεί μπροστά της, δεν είναι ένοχος ειδωλολατρίας. Η εικόνα είναι ένα σύμβολο κι όχι ένα είδωλο· η τιμή, που δείχνεται στις εικόνες, δεν κατευθύνεται προς την πέτρα, το ξύλο και το χρώμα, αλλά προς το εικονιζόμενο πρόσωπο. Ο Λεόντιος Νεαπόλεως (πέθανε περί του 650) το είχε τονίσει λίγο καιρό πριν το ξέσπασμα της Εικονομαχίας:

… οὐ τὴν φύσιν τοῦ ξύλου προσκυνοῦμεν… δι᾿ αὐτοῦ τὸν ἐν αὐτῷ σταυρωθέντα ἀσπαζόμεθα καὶ προσκυνοῦμεν… Καὶ πάλιν, ἕως μέν ἐστι συνδεδεμένα τὰ ξύλα τοῦ σταυροῦ, προσκυνῶ τὸν τύπον διὰ τὸν ἐν αὐτῷ σταυρωθέντα Χριστόν, ἐπὰν δὲ διαιρεθῶσιν εξ ἀλλήλων, ῥίπτω αὐτὰ καὶ κατακαίω.[1]

(Δεν υποκλινόμαστε στη φύση του ξύλου, αλλ’ υποκλινόμαστε και σεβόμαστε Αυτόν που ανέβηκε στον Σταυρό… Όταν οι δυο κεραίες του Σταυρού ενώνονται, τότε τιμώ το σχήμα, εξαιτίας του Χριστού που σταυρώθηκε στον Σταυρό, ενώ αν οι κεραίες αποσυνδεθούν και χάσουν το σχήμα τους, τις πετάω τότε και τις καίω).

Επειδή οι εικόνες είναι μόνον σύμβολα, οι Ορθόδοξοι δεν τις λατρεύουν, αλλά τις τιμούν και τους αποδίδουν σεβασμό. Ο αγ. Ιωάννης Δαμασκηνός έκανε μια προσεκτική διάκριση μεταξύ της σχετικής τιμής που δείχνεται στα υλικά σύμβολα και της λατρείας που οφείλεται μόνο στον Θεό.

(2) Οι εικόνες ως τμήμα της διδασκαλίας της Εκκλησίας. Οι εικόνες, μας λέει ο Λεόντιος, είναι «βίβλοι ἀνεῳγμέναι πρὸς ἀνάμνησιν Θεοῦ…»[2] είναι ένα από τα μέσα που χρησιμοποιεί η Εκκλησία για να μας διδάξει την πίστη. Αρκεί να εισέλθει σε μια εκκλησία ένας αγράμματος ή ένας που δεν διαθέτει θεολογική παιδεία για να δει να ξεδιπλώνονται μπροστά του όλα τα μυστήρια του Χριστιανισμού. Αν ένας ειδωλολάτρης σου ζητήσει να του δείξεις την πίστη σου, έλεγαν οι Εικονολάτρες, πάρε τον σε μια εκκλησία και τοποθέτησέ τον μπροστά στις εικόνες. Κατ’ αυτόν τον τρόπο οι εικόνες αποτελούν μέρος της Ιερής Παράδοσης.

(3) Η δογματική σημασία των εικόνων. Εδώ βρισκόμαστε στην καρδιά της Εικονομαχικής διαμάχης. Με δεδομένο πως οι εικόνες δεν είναι είδωλα· με δεδομένο πως χρειάζονται στη διδασκαλία· είναι όμως απλώς επιτρεπόμενες ή και αναγκαίες; Είναι ουσιώδες να έχουμε εικόνες; Οι Εικονολάτρες υποστήριζαν πως είναι, επειδή οι εικόνες εξασφαλίζουν την πληρότητα του δόγματος της Σάρκωσης. Εικονολάτρες και Εικονομάχοι μαζί συμφωνούσαν πως δεν μπορούμε να παραστήσουμε τον Θεό ως προς την αιώνια φύση Του: «Θεὸν οὐδεὶς ἑώρακε πώποτε» (Ιωάν. 1, 18). Η Σάρκωση όμως, συνέχιζαν οι Εικονολάτρες, κατέστησε δυνατή μια αναπαραστατική θρησκευτική τέχνη: ο Θεός μπορεί να παρασταθεί επειδή έγινε άνθρωπος και πήρε σάρκα. Μπορούν λοιπόν να γίνουν υλικές εικόνες Του, κατά τον Ιωάννη Δαμασκηνό, επειδή προσέλαβε υλικό σώμα:

Πάλαι μὲν ὁ Θεός, ὁ ἀσώματός τε καὶ ἀσχημάτιστος, οὐδαμῶς εἰκονίζετο. Νῦν δὲ σαρκὶ ὀφθέντος Θεοῦ, καὶ τοῖς ἀνθρώποις συναναστραφέντος, εἰκονίζω Θεοῦ τὸ ὁρώμενον. Οὐ προσκυνῶ τῇ ὕλῃ, προσκυνῶ δὲ τὸν τῆς ὕλης δημιουργόν, τὸν ὕλην δι᾿ ἐμὲ γενόμενον, καὶ ἐν ὕλῃ κατοικῆσαι καταδεξάμενον, καὶ δι᾿ ὕλης τὴν σωτηρίαν μου ἐργασάμενον, καὶ σέβων οὐ παύσομαι τὴν ὕλην, δι᾿ ἧς ἡ σωτηρία μου εἴργασται.[3]

(Ο παλαιός των ημερών, ο ασώματος και απερίγραπτος δεν αναπαρίστατο καθόλου. Τώρα όμως που ο Θεός εμφανίστηκε εν σαρκί και έζησε μεταξύ των ανθρώπων, φτιάχνω την εικόνα του Θεού που μπορεί να οραθεί. Δεν λατρεύω την ύλη αλλά τον Δημιουργό της ύλης, αυτόν που για χάρη μου έγινε ύλη και καταδέχτηκε να κατοικήσει στην ύλη, που μέσω της ύλης κατεργάστηκε τη σωτηρία μου. Δεν θα παύσω να λατρεύω την ύλη που έγινε πρόξενος της σωτηρίας μου).

Οι Εικονομάχοι, με το να απορρίπτουν κάθε αναπαράσταση του Θεού, αδυνατούσαν να συλλάβουν το πλήρες νόημα της Σάρκωσης. Έπεσαν, όπως τόσοι άλλοι πουριτανοί, σ’ ένα είδος δυαρχίας. Θεωρώντας την ύλη μολυσμένη, ήθελαν μια θρησκεία ελεύθερη από κάθε επαφή με το υλικό· επειδή πίστευαν πως ό,τι είναι πνευματικό δεν μπορεί να είναι και υλικό. Αυτή η θεώρηση όμως προδίδει τη Σάρκωση, αφού δεν παραχωρεί καμιά θέση στην ανθρώπινη φύση του Χριστού και στο σώμα Του. Ξεχνούν πως το σώμα και η ψυχή μαζί μπορούν να σωθούν και να μεταμορφωθούν. Η Εικονομαχία συνεπώς συνδέεται στενά με τις προηγούμενες αντεγκλήσεις σχετικά με το Πρόσωπο του Χριστού. Δεν ήταν απλώς μια αντιπαράθεση ως προς τη θρησκευτική τέχνη, αλλά μια αμφισβήτηση της Σάρκωσης, και της δυνατότητας σωτηρίας ολόκληρου του υλικού κόσμου.

Ο Χριστός έλαβε υλικό σώμα, αποδεικνύοντας έτσι πως η ύλη μπορεί να λυτρωθεί: «ὁ Θεὸς Λόγος σὰρξ ἐγένετο… καὶ ἀμεταβλήτως τὴν σάρκα ἐθέωσε», αναφέρει ο Ιωάννης Δαμασκηνός.[4] Ο Θεός «θέωσε» την ύλη, κάνοντάς την «πνευματοφόρο»· κι αν η σάρκα έγινε όχημα του αγ. Πνεύματος, έτσι -με διαφορετικό βέβαια τρόπο- μπορεί να γίνει το ξύλο και το χρώμα. Η Ορθόδοξη διδασκαλία περί εικόνων έχει στενή σχέση με την Ορθόδοξη πίστη πως ολόκληρη η δημιουργία του Θεού, υλική και πνευματική, πρόκειται να λυτρωθεί και να δοξαστεί. Σύμφωνα με το Νικόλαο Ζέρνωφ (1898-1980) (αυτό δε που λέει για τους Ρώσους αληθεύει φυσικά για όλους τους Ορθοδόξους):

[Οι εικόνες] δεν ήσαν για τους Ρώσους απλοί πίνακες. Ήσαν δυναμικές φανερώσεις της πνευματικής δυνατότητας του ανθρώπου να λυτρώνει τη δημιουργία μέσω του κάλλους και της τέχνης. Τα χρώματα και οι γραμμές των [εικόνων] δεν μιμούνται απλώς τη φύση· σκοπός του καλλιτέχνη ήταν να δείξει πως οι άνθρωποι, τα ζώα, τα φυτά και ολόκληρος ο κόσμος, μπορούσαν να σωθούν από την παρούσα κατάσταση υποβιβασμού και να αποκατασταθούν ως προς την «εικόνα» τους. Οι [εικόνες] ήσαν υποσχέσεις της μέλλουσας νίκης του λυτρωμένου κόσμου πάνω στον πεπτωκότα… Η καλλιτεχνική τελειότητα μιας εικόνας δεν ήταν μόνο μια αντανάκλαση της ουράνιας δόξας – ήταν ένα συγκεκριμένο παράδειγμα του πώς αποκαθίσταται η ύλη στην πρωταρχική αρμονία και ομορφιά της, και του πώς λειτουργεί ως όχημα του αγ. Πνεύματος. Οι εικόνες ήσαν τμήματα του μεταμορφωμένου κόσμου.[5]

Σύμφωνα με τον Ιωάννη Δαμασκηνό:

Ἡ γὰρ εἰκὼν θρίαμβός ἐστι, καὶ φανέρωσις, καὶ στηλογραφία εἰς μνήμην τῆς νίκης τῶν ἀριστευσάντων καὶ διαπρεψάντων, καὶ τῆς αἰσχύνης τῶν ἡττηθέντων καὶ καταβληθέντων δαιμόνων.[6]

(Η εικόνα είναι ένα τραγούδι θριάμβου, και μια αποκάλυψη, ένα διαρκές μνημείο στη νίκη των αγίων και στην ατιμία των δαιμόνων).

Η λήξη της Εικονομαχικής έριδας, η σύγκληση της Έβδομης Οικουμενικής Συνόδου, ο θρίαμβος της Ορθοδοξίας το 843 – όλα αυτά σημαδεύουν τη δεύτερη περίοδο στην ιστορία της Εκκλησίας, την περίοδο των επτά Οικουμενικών Συνόδων. Οι επτά αυτές Σύνοδοι έχουν τεράστια σημασία για την Ορθοδοξία. Η σημασία που έχουν για τα μέλη της Ορθόδοξης Εκκλησίας δεν έχει να κάνει μόνο με το παρελθόν αλλά και με το παρόν. Δεν αφορούν μόνο τους λόγιους και τον κλήρο, αλλά όλους τους πιστούς. «Ακόμη και αγράμματοι χωρικοί», μας λέει ο Dean Stanley, «που οι αντίστοιχοί τους στην Ισπανία και Ιταλία πιθανώς να μην έχουν ακούσει καν τα ονόματα της Κωνσταντίς και του Τριδέντου (Σ.τ.Μ. αναφέρεται σε αντίστοιχες συνόδους της Δυτικής Εκκλησίας), γνωρίζουν καλά πως η Εκκλησία τους είναι θεμελιωμένη πάνω στις επτά Οικουμενικές Συνόδους και ελπίζουν, ενόσω ζουν, να δουν μια Όγδοη Οικουμενική Σύνοδο που θα ασχοληθεί με τα προβλήματα του παρόντος».[7] Οι Ορθόδοξοι συχνά αυτοαποκαλούνται «Εκκλησία των επτά Οικουμενικών Συνόδων». Μ’ αυτό δεν εννοούν πως η Εκκλησία έπαψε να σκέπτεται δημιουργικά μετά το 787. Βλέπουν όμως στην περίοδο των Συνόδων τη μεγάλη εποχή της Θεολογίας· η Ορθόδοξη Εκκλησία, μετά την Αγ. γραφή, έχει ως πρότυπο και οδηγό τις επτά Οικουμενικές Συνόδους όταν αναζητεί λύσεις στα καινούρια προβλήματα που εμφανίζονται σε κάθε γενιά.

[1] Migne, Petrologia Graeca (PG) 94, 1384D.

[2] PG 94, 1276A.

[3] Υπέρ των Εικόνων, 1, 16 (PG 94, 1245A).

[4] Υπέρ των Εικόνων, 1, 21 (PG 94, 1253A).

[5] The Russians and their Church, σσ. 107-108 (Ελλην, Μετάφρ. Οι Ρώσοι και η Εκκλησία τους).

[6] Υπέρ των Εικόνων, 11, 11 (PG 94, 1296D).

[7] Lectures on the History of the Eastern Church (εκδ. Everyman), σελ. 99.

Ware Κάλλιστος (επίσκ. Διοκλείας), Η Ορθόδοξη Εκκλησία (μτφρ. Ροηλίδης Ι.), 4η έκδ., Ακρίτας, Αθήνα 2007