Menu Close

18/5/2017

Η διόρθωση του πλανεμένου

Κάποιος αρχάριος μοναχός από τη Θηβαΐδα, χωρίς να συμβουλευτεί κανένα, έκανε υπερβολικές ασκήσεις. Γρήγορα όμως κυριεύτηκε από λογισμούς υπερηφανείας, όπως συνήθως συμβαίνει.

-Έφτασες σε μεγάλα μέτρα, του ψιθύρισε ο διάβολος, που κανένας δεν μπορεί να φτάσει τόσο σύντομα! Σου αξίζει να πάρεις το χάρισμα των θαυμάτων, για να δοξάζεται εξαιτίας σου ο ουράνιος Πατήρ.

Παρακαλούσε λοιπόν στην προσευχή του τον Θεό να του δώσει αυτό το χάρισμα. Μια μέρα σκέφτηκε να συμβουλευτεί ένα γείτονά του αναχωρητή, διακριτικό και ενάρετο. Ήταν οικονομία Θεού, για να μη χάσει τους κόπους του! Του φανέρωσε τις σκέψεις του και την προσευχή που έκανε, για να τον αξιώσει ο Θεός να κάνει θαύματα. Ύστερα τον παρακάλεσε να τον συμβουλέψει. Ο γέροντας το άκουγε συλλογισμένος. Κατάλαβε ευθύς την αρρώστια, αλλά σώπαινε. εκείνος πάλι εξακολουθούσε να το παρακαλεί να του πει τη γνώμη του και να του δώσει μια καλή συμβουλή. Αφού έμεινε πολλή ώρα σιωπηλός ο γέροντας, τέλος αποφάσισε να μιλήσει:

-Διστάζω, παιδί μου, να σε συμβουλέψω, γιατί είμαι βέβαιος πως δεν θα μ’ ακούσεις.

Ο αδελφός έδωσε υπόσχεση πως θα έκανε ότι του έλεγε ο γέροντας, σαν να το έλεγε ο ίδιος ο Θεός.

-Πάρε αυτά τα νομίσματα, του είπε τότε εκείνος και του έδωσε λίγα χρήματα που είχε από το εργόχειρό του. Κατέβα στην πόλη και αγόρασε δέκα λίτρες κρέας, δέκα ψωμιά και δέκα λίτρες κρασί.

Ο αδελφός απόρησε. Τι τα ήθελε όλα αυτά ο αναχωρητής; Μα δεν μπορούσε να αρνηθεί, γιατί είχε δώσει υπόσχεση να τον υπακούσει. Έφυγε στεναχωρημένος. Πώς να πήγαινε, μοναχός αυτός, ν’ αγοράσει κρασί και κρέας; Τι θα έλεγαν εις βάρος του οι άνθρωποι;

Με πολλή ντροπή έκανε τα παράδοξα ψώνια και τα πήγε στον αναχωρητή.

-Μου έδωσες υπόσχεση, του θύμισε εκείνος, πως θα κάνεις ό,τι σου πω.

Ο νέος είχε ήδη μετανοήσει για την υπόσχεση, μα τώρα πια δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς.

-Πάρε αυτά τα τρόφιμα στο κελλί σου, τον πρόσταξε ο γέροντας, και τρώγε κάθε μέρα ένα ψωμί, μια λίτρα κρέας, και πίνε άλλη μια λίτρα κρασί. Όταν τελειώσουν, έλα πάλι να με δεις.

Απαρηγόρητος ο αδελφός γύρισε στο κελλί του… Ύστερα από τόση νηστεία, να καταντήσει να τρώει κρέας και να πίνει κρασί; «Γιατί μου το κάνει αυτό ο γέροντας;» συλλογιζόταν. Του ερχόταν η επιθυμία να παρακούσει, αλλά τον συγκρατούσε η υπόσχεση που είχε δώσει, χωρίς να τον βιάσει κανείς. Όταν έφτανε η ώρα να φάει, έβρεχε το ψωμί του με τα δάκρυά του. Έλεγε τον εαυτό του άθλιο και αμαρτωλό, και θεωρούσε όλα αυτά εγκατάλειψη Θεού! Βλέποντας ο Θεός την ταπείνωσή του, τον φώτισε να καταλάβει από πού του ήρθε η τιμωρία. Ύστερα από δέκα μέρες πήγε πολύ συντετριμμένος στον άγιο γέροντα. Απόρησε εκείνος, όταν τον είδε χλωμό κι αδύνατο, παρ’ όλη την καλοφαγία.

-Παιδί μου, του είπε με πολλή καλοσύνη, ευχαρίστησε τον φιλάνθρωπο Θεό, που δεν άφησε το πνεύμα της υπερηφανείας να σε κυριέψει και να σε οδηγήσει στην καταστροφή. Ο διάβολος έχει αυτό το τέχνασμα πρόχειρο. Όταν δε κατορθώσει να ρίξει τον αγωνιστή σε αμέλεια και οκνηρία, τον ρίχνει σε υπερβολές για να τον παραδώσει ύστερα αιχμάλωτο στην υπερηφάνεια. Και τώρα θα σου φανερώσω τι είδα, όταν πρωτοήρθες εδώ. Δυο δαίμονες με μορφή πιθήκων σε ακολουθούσαν και καθένας προσπαθούσε να σε τραβήξει με το μέρος του. Ήταν τα πνεύματα της κενοδοξίας και της υπερηφανείας. Τώρα έχουν εξαφανιστεί. Αντί λοιπόν να ζητάς από τον Θεό να κάνεις θαύματα, που δεν είναι τόσο σημαντικό, να Τον ευχαριστείς που σε απάλλαξε από τις παγίδες του διαβόλου. Αυτό είναι το μεγαλύτερο και ωφελιμότερο θαύμα.

Ο αδελφός ευχαρίστησε τον γέροντα για τις σοφές του συμβουλές και γύρισε στο κελλί του διορθωμένος.

Συλλογικό έργο, Χαρίσματα και χαρισματούχοι τόμος τρίτος, Ιερά Μονή Παρακλήτου, Ωροπός 1996