Menu Close

Ο πλούτος, περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο εγωκεντρικό σύμπτωμα, μας κρατά μακριά από το Χριστό

Για μια ακόμη φορά ξαναπαρουσιάζεται στη λειτουργική πορεία προς τη συνάντηση με τον αναστημένο Χριστό το θέμα της πόρνης γυναίκας, που η αμαρτωλότητά της δεν της αποκλείει τη δυνατότητα να πλησιάσει το Χριστό και να αισθανθεί τη λυτρωτική Του παρουσία στη ζωή της.

Και στις δύο περιπτώσεις που παρουσιάζεται αυτό το θέμα, η σωζόμενη πόρνη αντιπαραβάλλεται με τον φιλάργυρο, που κατά τα άλλα είναι ένας καθώς πρέπει άνθρωπος και που τελικά κατακρίνεται.

πλούτος

Στην ακολουθία της ε΄ Κυριακής των Νηστειών, που είναι αφιερωμένη στη Μαρία την Αιγυπτία, στον κανόνα της αγίας αντιπαραβάλλεται ένας άλλος κανόνας που αναφέρεται στην παραβολή του πλουσίου και του Λαζάρου και στην οποία ο Χριστός παρουσιάζει την τρομερότερη περιγραφή της κολάσεως απ’ όσες υπάρχουν στο Ευαγγέλιο.

«Οὐκ ἔστιν ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ βρῶσις καὶ πόσις, ἀλλὰ δικαιοσύνη καὶ ἄσκησις σὺν ἁγιασμῷ», λέει το δοξαστικό αυτής της ημέρας, «ὅθεν οὐδὲ πλούσιοι εἰσελεύσονται ἐν αὐτῇ, ἀλλ᾿ ὅσοι τοὺς θησαυρούς αὐτῶν ἐν χερσὶ πενήτων ἀποτίθενται. Ταῦτα καὶ Δαυῒδ ὁ προφήτης διδάσκει λέγων· Δίκαιος ἀνὴρ ὁ ἐλεῶν ὅλην τὴν ἡμέραν».

Είναι αξιοσημείωτο ότι το τροπάριο αυτό θεωρεί ξεκάθαρα τον πλούτο αδικία και θεωρεί δίκαιο άνθρωπο εκείνον, που αποθέτει τους θησαυρούς του στα χέρια των πενήτων. Είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα η χρήση του ρήματος αποθέτω, γιατί δίνει την εικόνα του ανθρώπου που αφήνει απ’ τα χέρια του κάτι, που δεν είναι δικό του, και μάλιστα σ’ αυτόν στον οποίο πραγματικά ανήκει.

Είναι αλήθεια ότι ο Χριστός διδάσκει ξεκάθαρα ότι τα αγαθά του Θεού ανήκουν σ’ αυτούς που τα έχουν ανάγκη και θεωρεί πλουτοκράτη αυτόν που έχει ένα δεύτερο χιτώνα. Αν η βάση της αμαρτίας για το Χριστό είναι η έλλειψη αγάπης του ανθρώπου για το Θεό και για το συνάνθρωπο, ο πλούτος (δηλαδή ο δεύτερος χιτώνας) δείχνει έλλειψη και της μιας και της άλλης. Ο πλούσιος είναι ο άνθρωπος που έχει μεταθέσει τον έρωτά του από τον Θεό στους θησαυρούς του, από τον κτίστη στα κτίσματα. «Οἰκειότητα Χριστοῦ, Ἰούδας ἀντωσάμενος χρυσοῦ», όπως λέει ένα τροπάριο της ακολουθίας της Μεγάλης Τρίτης, «προδίδει τὸν Διδάσκαλο». Ως αποτέλεσμα αυτής της μεταθέσεως του έρωτά του από τον κτίστη στα κτίσματα, ο πλούσιος δεν έχει τη δυνατότητα όχι να αγαπήσει, αλλ’ ούτε και να παρατηρήσει το συνάνθρωπό του όπως συμβαίνει με τον πλούσιο της παραβολής του πλουσίου και του Λαζάρου.

Η πορνεία είναι αμαρτία όχι γιατί γίνεται με τα γεννητικά όργανα, αλλά ακριβώς γιατί είναι μετάθεση του έρωτα του ανθρώπου από τον κτίστη στα κτίσματα και γιατί ο έρωτας για το ανθρώπινο σώμα τυφλώνει τον άνθρωπο, ώστε να μην μπορεί και εκείνος ουσιαστικά να παρατηρήσει το συνάνθρωπό του με τις αγωνίες, τις πίκρες του, τα οράματά του. Η πορνεία είναι αμαρτία για ακριβώς τους ίδιους λόγους που είναι αμαρτία η απληστία, η φιλαργυρία, ο πλούτος.

Αντίθετα με το κλίμα που έχει δημιουργηθεί πρόσφατα, στη γνήσια χριστιανική παράδοση ο πλούτος (υπενθυμίζεται ο δεύτερος χιτώνας) παρουσιάζεται σαν πολύ πιο αξεπέραστο εμπόδιο από την πορνεία στην προσπάθεια του ανθρώπου να συναντήσει τον αναστημένο Χριστό. Ο Χριστός είπε πως είναι δυσκολότερο ο πλούσιος και όχι ο πόρνος να εισέλθει στη Βασιλεία των Ουρανών απ’ ότι είναι για μια καμήλα να περάσει από την τρύπα μιας βελόνας και οι Πατέρες της Εκκλησίας ασχολήθηκαν πολύ περισσότερο με τον πλούτο παρά με την πορνεία, π.χ. είναι δύσκολο να βρει κανείς λόγο του Χρυσοστόμου στον οποίο να μη στηλιτεύει τον πλούτο, ενώ στο αμάρτημα της πορνείας αναφέρεται πολύ σπάνια.

Η πρόσφατη διαστροφή αυτής της υγιούς χριστιανικής παραδόσεως έχει ρίζες της την αυτοδικαίωση και το νομικισμό. Δηλαδή προέρχεται από την επιθυμία του ανθρώπου να αυτοδικαιωθεί απορρίπτοντας τη Χάρη του Θεού που εξυπηρετείται από μια νομική αντίληψη της αμαρτίας. Η νομική θεώρηση του αμαρτήματος της πορνείας διευκολύνει πολύ περισσότερο την αυτοδικαίωση απ’ όσο θα την διευκόλυνε μια ανάλογη θεώρηση του πλούτου.

Με τη δήλωση του Χριστού τη σχετική με τη δυσκολία της σωτηρίας του πλουσίου, οι μαθητές χάνοντας κάθε αυτοδικαιωτική ελπίδα παραδίνονται σε μια ευλογημένη απόγνωση («τίς ἄρα δύναται σωθῆναι;») που ανοίγει την πόρτα της χάριτος («τὰ ἀδύνατα παρ᾿ ἀνθρώποις δυνατὰ παρὰ τῷ Θεῷ έστί»).

Ο συνδυασμός αυτής της ανάγκης αυτοδικαιώσεως και της υποκρισίας κάνει πιο δύσκολη τη μετάνοια για τον πλούσιο παρά για τον πόρνο. «Ἥπλωσεν ἡ πόρνη τὰς τρίχας σοι τῷ Δεσπότῃ» λέει ο υμνωδός «ἥπλωσεν Ἰούδας τὰς χεῖρας τοῖς παρανόμοις· ἡ μὲν λαβεῖν τὴν ἄφεσιν ὁ δέ λαβεῖν ἀργύρια» (απόστιχο ιδιόμελο).

Όσο πιο βαρύ είναι το φορτίο των υλικών πραγμάτων που κουβαλάμε μαζί μας, τόσο πιο δύσκολο είναι να συμπορευθούμε με το Χριστό, που ελαφρός καθώς είναι από κάθε εγωκεντρικό φορτίο, προχωρεί και μας αφήνει πίσω φορτωμένους σαν θλιβερά υποζύγια.

π. Φιλόθεος Φάρος, Πριν και μετά το Πάσχα, Εκδ. Ακρίτας, Αθήνα, 1998