Menu Close

Η πέτρινη καρδιά μας, τάφος του Ιησού

Η ζωή του χριστιανού πρέπει ν’ αρχίζει και να παραμένει μια διαδικασία θανάτου και αναστάσεως. Το βάπτισμα είναι η αρχή και η δραματοποίηση αυτής της θανατοαναστάσιμης διαδικασίας που πρέπει να κυριαρχεί στη ζωή του χριστιανού. «Συνταφέντες σοι διὰ τοῦ Βαπτίσματος, Χριστὲ ὁ Θεὸς ἡμῶν, τῆς ἀθανάτου ζωῆς ἠξιώθημεν τῇ Ἀναστάσει σου», διακηρύσσουμε με το απολυτίκιο της Κυριακής των Βαΐων. Κάθε μέρα πρέπει να θάβουμε τον παλαιό άνθρωπο που θέλει τον εαυτό του κέντρο του κόσμου και που όλους τους άλλους τους βλέπει αντικείμενα και μέσα με τα οποία θα ικανοποιήσει τις δικές του επιθυμίες, και κάθε μέρα, με τη χάρη του Χριστού, πρέπει να ξεπεταγόμαστε από τον τάφο ανανεωμένοι, με την αγάπη του Χριστού, με την επιθυμία της προσφοράς του εαυτού μας στο Θεό και στο συνάνθρωπο. Κάθε μέρα, λένε οι Πατέρες, θα πρέπει να τη βλέπουμε σαν την πρώτη και την τελευταία ημέρα της ζωής μας.

τάφος

Αλλά πολύ συχνά αντί να θάψουμε τον παλαιό άνθρωπο θάβουμε Εκείνον που θα αναστήσει τον νέο. Κάνουμε την καρδιά μας μνήμα, βάζουμε εκεί μέσα «ἄπνουν» και νεκρό Εκείνον, που είναι η ίδια η ζωή, γιατί πραγματικά χωρίς τη ζωοποιό αγάπη Εκείνου νεκρωνόμαστε από το ναρκισσιστικό πάθος που είναι φθορά και θάνατος. Έτσι, όταν νεκρώνουμε την πηγή της ζωής νεκρωνόμαστε εμείς οι ίδιοι. Όταν νεκρωθεί μέσα μας η αγάπη και δεν μπορούμε να αγαπάμε πραγματικά το Θεό και το συνάνθρωπο, τότε αδειάζει η ζωή μας και από την παρουσία του Θεού και από την ουσιαστική παρουσία του συνανθρώπου και όσο κι αν προσπαθούμε να τη γεμίσουμε με υλικά αγαθά, με κοσμική σοφία, με πολιτικές ψευτοκοινωνικές ή άλλες δραστηριότητες, δεν μπορούμε να εξαλείψουμε το βασανιστικό αίσθημα του κενού που αισθανόμαστε μέσα μας. Τότε αναζητούμε μάγους θαυματοποιούς, γκουρού, εξορκιστές, ή κάθε μορφής αποδράσεις και στο τέλος αργά ή γρήγορα πεθαίνουμε από πλήξη και ανία.

Οι μαθητές και οι φίλοι του Χριστού όταν είδαν τον Κύριό τους «τὸν ἄφραστον καὶ ἄναρχον Θεόν», «ἄπνουν νεκρόν» εσπαράττοντο «τῇ ρομφαίᾳ τῆς λύπης». Η Θεοτόκος «θρῆνον συνεκίνει», «ἔκλαιε πικρῶς», «ἀνεβόα δακρυρρόους θρήνους», «ὠλόλυζε συγκινοῦσα καὶ τὸ ποίμνιον βοάν· ὦ βουνοὶ καὶ νάπαι καὶ ἀνθρώπων πληθὺς, οἴμοι! κλαύσατε καὶ πάντα θρηνήσατε σὺν ἐμοί». «Σὺν τῇ μητρὶ ἐκόψατο καὶ μαθητῶν χορεία». «Ὕμνους Ἰωσήφ καὶ Νικόδημος ἐπιταφίους ᾄδουσι Χριστῷ νεκρωθέντι», «θεωρήσαντες αὐτὸν νεκρόν, γυμνόν», «εὐσυμπάθητον θρῆνον ἀναλαβόντες, ὀδυρόμεναι ἔλεγον: Οἴμοι γλυκύτατε Ἰησοῦ, ἔδυς φωτουργὲ καὶ συνέδυ σοι τὸ φῶς ἡλίου». Οι άγγελοι «ἡπλωμένον νεκρὸν καθορῶντες δι᾿ ἡμᾶς (τον Χριστόν) ἐξεπλήττοντο», και αναρωτιόνταν, «ὁ ζωῆς ταμίας πῶς οράται νεκρός;»

Αν με αυτούς τους συνταρακτικούς θρήνους εκφράζουν οι μαθητές τον πόνο τους για το σωματικό θάνατο του Κυρίου τους, μόλο που πνευματικά ο Χριστός ήταν ολοζώντανος μέσα τους, πόσο θα πρέπει να λυπόμαστε εμείς και πώς θα πρέπει να θρηνούμε όταν διαπιστώνουμε ότι ο «ζωῆς ταμίας» έχει πεθάνει μέσα μας κι ότι η καρδιά μας έχει γίνει μια βαριά πέτρινη πλάκα που Τον σκεπάζει;

Αν οι μαθητές και οι μυροφόρες θρηνούσαν, γιατί έχασαν απλώς τη φυσική παρουσία του Δασκάλου, τι θα πρέπει να κάνουμε εμείς όταν έχουμε χάσει το ζωοδότη μας και σαν αποτέλεσμα έχουμε νεκρωθεί κι εμείς οι ίδιοι;

Θα πρέπει να θρηνούμε εμείς πολύ γοερότερα από τους μαθητές, θα πρέπει να προσπαθούμε εμείς πολύ περισσότερο από τις μυροφόρες να μετακινήσουμε τη βαριά πέτρινη πλάκα της καρδιάς μας, για να δούμε και πάλι τον γλυκύτατο Ιησού. Θα πρέπει να κράζουμε ακατάπαυστα «Ἀνάστα Κύριε, βοήθησον ἡμῖν καὶ λύτρωσε ἡμᾶς ἔνεκεν τῆς δόξης τοῦ ὀνόματός σου».

Όσο κι αν μας έχουν νεκρώσει τα πάθη μας ας μην απελπιζόμαστε. Ας θυμόμαστε την υπόσχεση που δίνει ο Θεός δια του προφήτου Ιεζεκιήλ: «Τάδε λέγει Κύριος τοῖς ὀστέοις τούτοις· Ἰδοὺ ἐγὼ φέρω ἐφ᾿ ὑμᾶς πνεῦμα ζωῆς καὶ δώσω ἐφ᾿ ὑμᾶς νεῦρα καὶ ἀνάξω ἐφ᾿ ὑμᾶς σάρκας, καὶ ἐκτενῶ ἐφ᾿ ὑμᾶς δέρμα καὶ δώσω πνεῦμά μου εἰς ὑμᾶς, καὶ ζήσεσθε… λέγει Κύριος, ἐκ τῶν τεσσάρων πνευμάτων ἐλθὲ καὶ ἐμφύσησον εἰς τοὺς νεκροὺς τούτους, καὶ ζησάτωσαν» (37, 6, 9).

Όσο κι αν είμαστε νεκρωμένοι από την αμαρτία, όποια κι αν είναι η κατάντια μας, Εκείνος που ήλθε για τους καθήμενους «ἐν χώρᾳ καὶ σκιᾷ θανάτου» (Ματθ, 4,16) θα σπάσει με τη δύναμη της αγάπης Του τη σκληρότητα της πέτρινης απ’ τα πάθη καρδιάς μας και θα ξεπεταχτεί από τον τάφο Του φωτεινός, γλυκύς, προσηνής, ταπεινός και θα νιώσουμε τη λυτρωτική Του παρουσία. Κι αν αυτή τη φορά δεν αξιωθούμε να βάλουμε ακόμη και τα δάκτυλά μας στους τύπους των ήλων επειδή δεν ακολουθήσαμε αρκετά την απαραίτητη πορεία, ας μην απογοητευόμαστε γιατί Εκείνος γεννιέται διαρκώς, ανδρώνεται διαρκώς, θάβεται και ανασταίνεται διαρκώς για μας. Αν δεν Τον ακολουθήσαμε στη χθεσινή Του ταφή και ανάσταση, ας Τον ακολουθήσουμε στη σημερινή, αλλ’ ας μην το αναβάλλουμε για την αυριανή γιατί ας μην ξεχνάμε· κάθε ευκαιρία είναι μοναδική και ανεπανάληπτη και δεν ξέρουμε ποια θα είναι η τελευταία μας ευκαιρία.

π. Φιλόθεος Φάρος, Πριν και μετά το Πάσχα, Εκδ. Ακρίτας, Αθήνα, 1998