Menu Close

Η δογματική βάση της εικόνας

Η Ζ΄ Οικουμενική Σύνοδος διατύπωσε τον Κανόνα που ρυθμίζει την τιμητική προσκύνηση της εικόνας. Οι δογματικοί καθορισμοί είναι διασκορπισμένοι στη διδασκαλία των Πατέρων και απαλλάσσονται μάλιστα από την εικόνα αυτή την ίδια, από τη φωτεινή φανερότητά της, από τη θαυμάσια ζωή της όπου μπορεί να ακολουθήσει κανείς βήμα προς βήμα το δυναμισμό της παραδόσεως. Αυτή εδώ είναι ο τόπος όπου ο Χριστός με τα διάφορα στοιχεία της ζωής της Εκκλησίας (λειτουργία, μυστήρια, πατερική παράδοση, εικόνα), σχολιάζει τους ίδιους λόγους τους.δογματική βάση της εικόνας

Το μαρτύριο είναι μέγιστο δείγμα αγάπης. Η εικόνα αυτή η ίδια είναι μαρτύριο και φέρει τα ίχνη ενός βαπτίσματος αίματος και πυρός. Το αίμα των μαρτύρων ανακατεύεται με λείψανα εικόνων, πιτσιλίσματα φωτός, κατά τη διάρκεια του εξαγριωμένου διωγμού που ασκήθηκε από τους εικονομάχους. Ο πατριάρχης Γερμανός παραιτημένος, δηλώνει αφαιρώντας τον μανδύα του: χωρίς το κύρος μιας Συνόδου, δεν μπορείς, βασιλιά, τίποτε να αλλάξεις στην πίστη. Ο Πάπας Γρηγόριος Β΄ λέγει από την πλευρά του στον Λέοντα Ίσαυρο: Τα δόγματα της Εκκλησίας δεν είναι υπόθεσή σου… άφησε τις τρέλες σου. Στην περίπτωση της εικόνας, δεν πρόκειται καθόλου για απλές εικονογραφήσεις. Τότε ενωμένες στην ίδια παράδοση, η Δύση και η Ανατολή ετοιμάζονται μαζί εναντίον της αιρέσεως, γιατί θίγοντας την εικόνα έθιγαν το δόγμα, κατάστρεφαν όλη την οικονομία της σωτηρίας. Η τιμητική προσκύνηση του Ευαγγελίου, του Σταυρού και της Εικόνας κάνει μια ολότητα με το λειτουργικό μυστήριο της παρουσίας που η Εκκλησία κηρύττει από το βάθος του ποτηρίου. Η διδασκαλία μας είναι σύμφωνη με την ευχαριστία και η ευχαριστία το επιβεβαιώνει, λέγει ο άγιος Ειρηναίος.

Εάν κάθε άξια τέχνη αυτού του ονόματος δεν ζητεί ποτέ να διπλασιάσει το πραγματικό αλλά αποβλέπει στο να αποκαλύψει τη σημασία της, να αποκρυπτογραφήσει το μυστικό μήνυμά της, να κατανοήσει το λόγο της, να εμπνεύσει στην πιο ψηλή κλήση των ελευθεριών που την εμψυχώνουν, η εικονογραφία στο ανώτατο σημείο της, εξυψώνει καθαρά την πνευματολογία. Γι’ αυτό ο άγιος Ιωάννης Δαμασκηνός αποδίδει στην εικόνα την παρουσία του Αγίου Πνεύματος.[1]

«Ἡ ζωὴ ἦν τὸ φῶς», λέγει ο πρόλογος του κατά Ιωάννην Ευαγγελίου (1, 4). Το Πνεύμα -η Ζωή- κάθε αιωνιότητος ήταν εσωτερικό στο Λόγο. Κατά τα Θεοφάνεια κατεβαίνει από τον ουρανό σαν ένα περιστέρι και σταματά, αναπαύεται στον Ιησού. Στις εμφανίσεις του, είναι μια κίνηση προς τον Ιησού, προς τον Άγιο, για να κάνει φανερή τη θεότητά του. Παίρνει πίσω εν Χριστώ, για να αναγγείλει εμπρός. Η πνοή του φέρει το λόγο του Χριστού, τον κάνει ακουστό, τον αυξάνει, του παρέχει αναπνοή ζωής και εσχατολογικής διαστάσεως: «τὸ δὲ Πνεῦμα ποτιζόμενοι, τὸν Χριστὸν πίνομεν»,[2] λέγει θαυμάσια ο άγιος Αθανάσιος. Το Πνεύμα μας εισάγει στο Χριστό και είναι στο Χριστό που συναντούμε εντελώς το Πνεύμα και εμπνεόμαστε από αυτό για να κατανοήσουμε την τελευταία έννοια της Αποκαλύψεως.

Η αγιασματική πράξη του Πνεύματος ετοιμάζει κάθε πράξη όπου το πνευματικό παίρνει σώματα, ενσαρκώνεται, γίνεται χριστοφάνεια, εκδήλωση του Χριστού. Έτσι το πνεύμα επιφερόταν επάνω από την άβυσσο για να εκδηλωθεί ο κόσμος, τόπος της Ενσαρκώσεως. Με το στόμα των προφητών, όλη η Παλιά Διαθήκη είναι η προεισαγωγική Πεντηκοστή εξ αιτίας της ελεύσεως της Παρθένου και του «γένοιτό» της. Το Πνεύμα κατεβαίνει στη Μαρία και την κάνει Θεοτόκο, από τον Ιησού κάνει τον Χριστό-Κεχρισμένο και αποκαλύπτει σ’ αυτόν «τὸ ἐσφαγμένον ἀρνίον ἀπὸ καταβολῆς κόσμου». Από τις πύρινες γλώσσες γεννάται η Εκκλησία, Σώμα του Χριστού. Από ένα βαπτισμένο, κάνει ένα μέλος του Χριστού, από το κρασί και το ψωμί, το αίμα και το σώμα του Κυρίου· Θείος εικονογράφος κάνει τη «αχειροποίητο» εικόνα, το Άγιο Πρόσωπο, και από αυτό το Αρχέτυπο προέρχεται κάθε εικόνα εκτελεσμένη με τους τύπους αυτού του κόσμου και το Θαβώριο Φως.

Η θεολογία των Πατέρων δείχνει την εξαιρετική σπουδαιότητα της επικλήσεως που περνά τη μόνη λειτουργική τάξη της ευχαριστίας, καθολικεύεται και κάνει να δούμε στο Πνεύμα τη θεία δύναμη αποκαλύψεως και εκδηλώσεως του αοράτου. Είναι αυτό που αναγγέλλει σ’ εμάς, με εμάς «Αββά ο Πατήρ», για να μας αφήσει να παρακαλέσουμε: Αββά ο Πατήρ, στείλε το Άγιο Πνεύμα σου για να μπορέσουμε να πούμε Κύριε Ιησού, για να μπορέσουμε επίσης να θεωρήσουμε το πρόσωπό του και μέσα από την ανθρωπότητά του που έχει θεωθεί, γυάλινο πυρσό, να δούμε την Υπόσταση του Θεανθρώπου.

Την ημέρα της Πεντηκοστής, το Άγιο Πνεύμα γίνεται ενεργητικό στο εσωτερικό της φύσεως και τοποθετείται σαν εσωτερικό γεγονός της ανθρώπινης υπάρξεως, γίνεται το συν-υποκείμενο της ζωής μας στο Χριστό, πιο οικείο από εμάς τους ίδιους. Με το Άγιο Πνεύμα όλη η δημιουργία ανανεώνεται στην πρώτη κατάστασή της,[3] στην αρχική και τελευταία αλήθεια της, αυτό που μας προβάλλει στην Εκκλησία, την εικόνα της ενότητος, διάφορη από την Αγία Τριάδα, και σε κάθε άνθρωπο μια ζωντανή εικόνα, απεικόνισμα του Θεού.

Το Άγιο Πνεύμα είναι ο μεγάλος Διδάσκαλος της Εκκλησίας, λέγει ο άγιος Κύριλλος Ιεροσολύμων.[4] Διδάσκαλος, γιατί είναι αυτός που εγγυάται και διαβεβαιώνει το βέβαιο χάρισμα αλήθειας της Εκκλησίας. Μια Σύνοδος είναι οικουμενική γιατί το Πνεύμα της Αλήθειας με το στόμα του Λαού της Εκκλησίας, έχει συνταυτίσει αυτή τη Σύνοδο με το Χριστό-Αλήθεια. Σε απάντηση της επικλήσεως της ακολουθίας της καθαγιάσεως της εικόνας, το Πνεύμα της Ωραιότητος έχει συναντήσει την ομοιότητα με το Χριστό και από την εικόνα έχει κάνει το ομοίωμα, τη θεωρημένη Ωραιότητα του Λόγου. Το Πνεύμα και η Νύμφη λέγουν: Έρχου Κύριε. Είναι η επίκληση της Βασιλείας που εισάγει στους μυστικούς γάμους του Χριστού με την Εκκλησία, αλλά επίσης στους μυστικούς γάμους του Χριστού με κάθε ψυχή, προσωπικά, ονομαστικά. Η εικόνα της Δεήσεως βλέπει προς αυτή την άποψη προ της οποίας κάθε λόγος σταματά, για να αφήσει θέση στη σιωπή του Λόγου, στη λάμψη του Φωτός του χωρίς απόκλιση.

Η ευχή της καθαγιάσεως της εικόνας λέγει: Κύριε Θεέ, εδημιούργησες τον άνθρωπο κατά την εικόνα σου, η πτώση την αμαύρωσε, αλλά με την Ενσάρκωση του Χριστού που έγινε Άνθρωπος, την αναστήλωσες και έτσι εγκατέστησες τους αγίους σου στην πρώτη αρχή τους. Τιμώντας τους, τιμούμε την εικόνα σου και την ομοίωσή σου, και μέσα απ’ αυτούς σε δοξάζουμε σαν Αρχέτυπό τους. Εάν η δογματική συνείδηση διαβεβαιώνει την αλήθεια της εικόνας σαν λειτουργία της Ενσαρκώσεως, αυτή εδώ ετοιμάζεται από τη δημιουργία του ανθρώπου κατ’ εικόνα Θεού, από την εικονική σύσταση της ανθρωπίνης υπάρξεως. Ο Χριστός δεν ενσαρκώνεται σ’ ένα ξένο άλλου γένους στοιχείο, αλλά βρίσκει πάλι, την ίδια του ουράνια αρχέτυπη εικόνα, γιατί ο Θεός εδημιούργησε τον άνθρωπο παρατηρώντας την ουράνια ανθρωπότητα του Λόγου (Α΄ Κορ. 15, 47-49) που προϋπήρχε στη Σοφία του Θεού.

Στη θεότητά του ο Υιός είναι η ομοούσια εικόνα του Πατρός, στην ανθρωπότητά του ο Χριστός είναι η εικόνα του Θεού, αλλά Αυτός που με έχει δει, έχει δει τον Πατέρα· οι δύο φύσεις στο Χριστό, θεία και ανθρώπινη, ανυψώνονται στη μοναδική του Υπόσταση και άρα στη μοναδική Εικόνα, αλλά που εκφράζεται κατά δύο διαφορετικούς τρόπους. Η εικόνα είναι μία, όπως η Υπόσταση είναι μία, αλλά αυτή η ενότητα προστατεύει τη διάκριση του ακτίστου και κτιστού.

Παρά την έλλειψη μιας υπερβολικής πνευματικότητος πρέπει να διαβεβαιώσει κανείς ότι στο Θεό η απουσία της εικόνας θα ήταν μια στέρηση πληρότητος. Ο Θεός είναι ο Τύπος κάθε τύπου, η Εικόνα κάθε εικόνας, το Αρχέτυπο, που περιέχει το παν. Η απόφαση δεν είναι καθόλου μια καθαρή άρνηση, που θέλει να πει ότι ο Θεός είναι Επέκεινα-Εικόνας, κατά την ορολογία του Διονυσίου, μια Υπερ-Εικόνα. Οι εικονομάχοι δείχνουν μια παράδοξη αναισθησία κατά του ιερού πραγματισμού της υπάρξεως, μια δοκητική ρήξη μεταξύ του πνευματικού και του ενσαρκωμένου. Με την παρουσία του εικονικού συμβολισμού, τονίζουν την αποφατική κατακόρυφη και διασπούν την ισορροπία χάνοντας την οριζόντια καταφατική συνδιατεταγμένη, και από το άλλο μέρος ο ασυμβίβαστος ορθολογισμός τους τούς αποκλείει από τη σύλληψη του αληθινού συμβολισμού.

Η αρνητική οδός μόνη είναι ανεπαρκής. Πραγματικά, κατά τον άγιο Γρηγόριο Παλαμά, αυτή δεν είναι παρά μια διανοητική ενέργεια αυτού που φαίνεται διάφορο από το Θεό· δεν φέρει την εικόνα του ανέκφραστου.[5] Λοιπόν, ο Θεός είναι πέρα από κάθε βεβαίωση, αλλά επίσης από κάθε άρνηση, αυτό που σημαίνει στο τέλος ένα αποφατικό ναι. Ο Παλαμάς συνθέτει την προσωποποίηση της Πατερικής Θεογνωσίας. Ο Θεός είναι άγνωστος, ριζικά υπέροχος στην ουσία του, αλλά είναι εμπειρικός καθότι υπάρχει, παρών στις ενέργειές του που η Ενσάρκωση κάνει μόνιμες σ’ ολόκληρη την ύπαρξη του ανθρώπου.

Η θέα πρόσωπο με πρόσωπο του μέλλοντος αιώνος, κατά τον άγιο Αναστάσιο Σιναΐτη θα είναι η όψη του Προσώπου του ενσαρκωμένου Λόγου. Γι’ αυτό η θεμελιώδης διαβεβαίωση των Πατέρων καθορίζει ότι δεν είναι η θεία φύση ούτε η ανθρώπινη φύση, αλλά, λοιπόν, ούτε η Υπόσταση του Χριστού που μας εμφανίζεται στις εικόνες. Έτσι η τιμή των εικόνων ελκύει τη θέα της Ογδόης Ημέρας. Κατά τον Θεόδωρο Στουδίτη, η εικόνα είναι πάντοτε ανόμοια προς το πρωτότυπο, σε σχέση προς την ουσία, αλλά είναι με αυτό όμοια σε σχέση προς την Υπόσταση και το Όνομα.

«Ὁ Χριστὸς ἐστιν εἰκὼν τοῦ Θεοῦ τοῦ ἀοράτου, πρωτότοκος πάσης κτίσεως» (Κολ. 1, 15). Λοιπόν, ακόμη οι πρώτοι υπερασπιστές της εικόνας εχώριζαν με μονομερή τρόπο τις δύο φύσεις και τοποθετούσαν το ορατό στην ανθρωπότητα του Χριστού και το αόρατο στη θεότητά του. Αλλά η εικόνα δεν διαιρείται κατά τις φύσεις, γιατί ανυψώνεται στην Υπόσταση μέσα στην ενότητά της. Μια Υπόσταση, δύο φύσεις, σημαίνει μια Εικόνα, με δύο τρόπους: ορατό και αόρατο. Το θείο είναι αόρατο αλλά αντανακλάται στο ανθρώπινο ορατό. Η εικόνα του Χριστού είναι δυνατή, αληθινή και πραγματική, γιατί το απεικόνισμά της κατά τον ανθρώπινο τρόπο είναι απαράλλακτο με το αόρατο απεικόνισμα κατά το θείο τρόπο – και τα δύο αποτελούν τις δύο απόψεις της μοναδικής Υποστάσεως-Εικόνας. Κατά τον άγιο Ιωάννη Δαμασκηνό, οι ενέργειες των δύο φύσεων, του κτιστού και του ακτίστου, συνεισχωρούν. Στην υποστατική ένωση, η ανθρωπότης του Χριστού που έχει θεωθεί μετέχει στη θεία δόξα και μας κάνει να δούμε το Θεό. Η χριστολογική περιχώρηση -ανταλλαγή ιδιωμάτων- επικαλείται την ίδια και αμοιβαία διείσδυση των δύο φύσεων και κάνει εύληπτο το μυστήριο της μοναδικής εικόνας κατά τους δύο τρόπους, των εκφράσεών της στο σημείο που η ανθρωπότης του Χριστού είναι η εικόνα της θεότητός του· ακόμη μια φορά: Αυτός που με έχει δει, έχει δει τον Πατέρα, όχι το Θεό αλλά τον Πατέρα, γιατί ο Υιός είναι η εικόνα του Πατέρα και από εκεί η έκφραση της Τριάδος. Έτσι η μοναδική Υπόσταση κατέχει τη μοναδική Εικόνα-Απεικόνισμα με δύο τρόπους εκφράσεως: αυτήν που έχει γίνει ορατή από το Θεό και αυτήν που έχει γίνει ορατή από τον άνθρωπο.

Κατά τη Μεταμόρφωση, με το μέτρο της δεκτικότητός τους, οι μαθητές είδαν τη δόξα σου, ψάλλει η ακολουθία, υπογραμμίζοντας ότι αυτή η θέα προϋποθέτει ένα δώρο που μεταμορφώνει την όραση. Η εικόνα του αόρατου Θεού, η μοναδική θεανδρική πραγματικότητα στην Υπόσταση του ενσαρκωμένου Λόγου εκδηλωνόταν στους μαθητές· είναι αυτή η θαβώρια θέα που ετοιμάζει και θεμελιώνει δογματικά την εικόνα του Χριστού και την εικόνα γενικά.

Η εικόνα εξυψώνει τη βιβλική θεολογία του Ονόματος. Το Όνομα του Θεού είναι η προφορική του εικόνα, δεν μπορεί κανείς να προφέρει το όνομά του μάταια, γιατί ο Θεός είναι παρών στο Όνομά του. Η προσευχή του Ιησού είναι ριζωμένη σ’ αυτή τη βιβλική έννοια. Στο Τυπικό της καθαγιάσεως, το γεγονός να ονομάσουμε την εικόνα: Αυτό το απεικόνισμα είναι η εικόνα του Χριστού, και αυτή η εικόνα καθαγιάζεται με τη δύναμη του Αγίου Πνεύματος, σημαίνει ότι η ομοιότης βεβαιωμένη μυστηριακά παρέχει στην εικόνα το χάρισμα της αχωρίστου παρουσίας με το Όνομα. Οι εικόνες του ίδιου Πρωτοτύπου και προ πάντων του Χριστού είναι αναρίθμητες, αλλά το μοναδικό Όνομα τις συνταυτίζει, κάθε μια είναι μια από τις απόψεις του. Η ευχαριστία ενεργεί την αλλαγή της ύλης αυτού του κόσμου σε ουράνια και υπερβατική πραγματικότητα. Το τυπικό της εικόνας δεν ενεργεί καμιά μεταμόρφωση αλλά συνταυτίζει την εικόνα με την ίδια της πραγματικότητα ομοιότητος, με το σχεδιασμένο Όνομα, σαν τόπο του και το ενεργητικό κέντρο της ακτινοβολίας του.

Η ύλη του τυπικού δεν είναι η σανίδα αλλά η ομοιότης που ανυψώνεται στην αχειροποίητη εικόνα. Μετά την Ανάληψη, ο Χριστός λέγοντας: Είμαι μαζί σας μέχρι το τέλος του κόσμου, εμφανίζεται στο Λόγο του για την ακοή, στην ευχαριστία για την κατανάλωση, στην εικόνα για την προσευχόμενη συνάντηση. Βέβαια, η προσευχή διατηρεί όλη την αξία της ακόμη χωρίς εικόνα, οι μεγάλοι πνευματικοί της ερήμου μιλούσαν απ’ ευθείας με το Θεό. Στο ανώτατο σημείο ακόμη η προσευχή σιωπά, προσεύχεται κανείς πέραν της προσευχής, όταν το Άγιο Πνεύμα κατεβαίνει πέφτει και παύει κανείς να προσεύχεται, συμβουλεύει ο άγιος Σεραφείμ, αλλά για να φθάσουμε εκεί ο Θεός προσφέρει τα μέσα της χάριτός του και η εικόνα είναι ένα από αυτά.

Οι εικονομάχοι ανάφεραν το λόγο του αγίου Γρηγορίου Ναζιανζηνού: η πίστη δεν είναι στα χρώματα αλλά στην καρδιά. Είναι μια συμβουλή για να αποφευχθεί η δεισιδαιμονία και η ειδωλολατρία. Λατρεύει κανείς το Θεό «ἐν πνεύματι καὶ ἀληθείᾳ». Αλλά ο άνθρωπος είναι η εικόνα του Θεού ακριβώς μέσα στην ίδια σύσταση του πνεύματός του και γι’ αυτό σκέπτεται, θεωρεί, φαντάζεται και δημιουργεί την ωραιότητα, τα σύμβολά της και τις εικόνες της. «Ἐν ἀληθείᾳ» μπορεί κανείς να προσδιορίζει έτσι τη μαγνητισμένη ιερή τέχνη με την υπέροχη Ωραιότητα. Ο Θεός ντύνεται με την Ωραιότητα και κάνει με αυτή τον τόπο της Ελεύσεώς του, Αρχέτυπο όλων των ωραιοτήτων του επιγείου και ουρανίου κόσμου.

Είναι φανερό ότι η εικόνα είναι το αντίθετο της φυσιοκρατικής παραστάσεως και της σαρκικής όψεως. Το σώμα είναι ο τύπος του πνεύματος και κάθε αληθινή τέχνη εισχωρεί πίσω από το παραπέτασμα των φαινομένων για να εκφράσει το πνευματικό περιεχόμενο, το λόγο. Οι μεγάλοι ζωγράφοι λέγουν: πρέπει να ζωγραφίσει κανείς την πραγματικότητα εκείνη που παρουσιάζεται αλλά επίσης μια μικρή ποσότητα εκείνη που δεν είναι. Ο Σερώφ κάνοντας μια προσωπογραφία, έλεγε από καιρό σε καιρό: «τώρα πρέπει να κάνω λάθος κάπου…».[6]

Ένας εικονογράφος, σχεδιάζοντας το ανθρώπινο πρόσωπο του Θεού, μετατοπίζει την άποψη της Εκκλησίας, γιατί έτσι η Εκκλησία θεωρεί το Μυστήριο του Θεού. Αυτή η τέχνη είναι συνεργιακή, το θείο Πνεύμα-Εικονογράφος εμπνέει τον άνθρωπο. Πραγματικά, όλες οι εικόνες του Χριστού δίνουν την εντύπωση μιας θεμελιώδους ομοιότητος, θα το αναγνώριζε κανείς άμεσα, αλλά αυτή τη ομοιότης δεν είναι προσωπογραγική. Ακριβώς δεν είναι η ανθρώπινη ατομικότης αλλά η Υπόσταση του Χριστού που αποκαλύπτεται σε κάθε εικονογράφο με ένα μοναδικό τρόπο, εκκλησιαστικό και προσωπικό ταυτόχρονα, όπως οι εμφανίσεις του Αναστάντος έχουν πολλαπλές όψεις. Η Εκκλησία διατηρεί στη μνήμη της το μοναδικό «αχειροποίητο» Άγιο Πρόσωπο και υπάρχουν τόσα Άγια Πρόσωπα όσοι εικονογράφοι. Ο Διονύσιος υπογραμμίζει αυτό το μυστηριώδη χαρακτήρα του Προσώπου: Πρόσωπο των προσώπων και πρόσωπο του Απροσίτου…

Η αγιοποίηση των εικονογράφων συνιστά την ιερή Τέχνη στο δρόμο της αγιότητος, και από το άλλο μέρος, η θέα τους, ουσιαστικά χαρισματική και ταυτόχρονα εκκλησιαστική κάνει την εικόνα ένα θεολογικό τόπο και άρα μια από τις πηγές της θεολογίας.

Εάν στη Δύση είναι ο δογματολόγος που πληροφορεί και οδηγεί τον καλλιτέχνη, στην Ανατολή, είναι ο δογματολόγος που πληροφορείται και διδάσκεται από τη θέα ενός αληθινού εικονογράφου.

[1] Περί εικόνων, Λόγος Α΄, 19.

[2] Επιστολή εις Σεραπίωνα, PG 26, 576A.

[3] Η Κυριακή Ακολουθία.

[4] ΙΣΤ΄ Μυσταγωγική Κατήχησις.

[5] Τριάδες, 1, 3, 19.

[6] Karsavine, Réflexions sur l’ Art, “Le Messager”, αριθμ. 68-69, 1963.

Paul Evdokimov, Η τέχνη της εικόνας: Θεολογία της ωραιότητος, μετάφραση Κώστας Χαραλαμπίδης, 2η έκδ., Θεσσαλονίκη, Πουρναράς Π. Σ., 1993.