Menu Close

Πρώτη Κυριακὴ τῶν νηστειῶν
(Ἢ τῆς Ὀρθοδοξίας)

Ἡ πρώτη Κυριακὴ τῆς Μ. Τεσσαρακοστὴς λέγεται «Πρώτη Κυριακὴ τῶν Νηστειῶν» ἢ «Κυριακὴ τῆς Ὀρθοδοξίας». Πρώτη Κυριακὴ τῶν Νηστειῶν λέγεται, διότι εἶνε ἡ πρώτη Κυριακὴ τῆς μεγάλης νηστείας, ἤτοι τῆς Μ. Τεσσαρακοστῆς. Κυριακὴ τῆς Ὀρθοδοξίας λέγεται, ἐπειδὴ κατ᾿ αὐτὴν ἑορτάζομεν τὴν ἀναστήλωσιν τῶν ἁγίων Εἰκόνων καὶ τὸν θρίαμβον τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως κατὰ τῆς φοβερᾶς αἱρέσεως τῶν Εἰκονομάχων, τῶν αἱρετικῶν δηλαδὴ ἐκείνων ποὺ δὲν ἐδέχοντο νὰ τιμοῦν τὰς ἁγίας Εἰκόνας, ἀλλ᾿ ὠνόμαζον εἰδωλολατρίαν τὴν τιμὴν αὐτὴν.

Τὸ «Ὡρολόγιον» τῆς Ἐκκλησίας μας γράφει:

«Ἑκατὸν ἔτη καὶ ἐπέκεινα κατετάραξε τὴν Ἐκκλησίαν τοῦ Χριστοῦ ὁ διωγμὸς τῶν κακοδόξων εἰκονομάχων, ὧν πρῶτος ὑπῆρξεν ὁ αὐτοκράτωρ Λέων ὁ Ἴσαυρος, ἔσχατος δὲ ὁ Θεόφιλος, ὁ ἀνὴρ τῆς ἁγίας Θεοδώρας, ἥτις μετὰ τὸν θάνατον αὐτοῦ ἐστερέωσε πάλιν τὴν ὀρθοδοξίαν μετὰ Μεθοδίου τοῦ Πατριάρχου. Αὕτη ἡ ἀείμνηστος βασιλὶς ἐκβοήσασα παρρησίᾳ τὰ ἅγια ταῦτα λόγια· Εἴ τις τὰς ἁγίας εἰκόνας οὐ προσκυνεῖ καὶ ἀσπάζεται σχετικῶς, οὐ λατρευτικῶς, οὐχ ὡς θεούς, ἀλλ᾿ ὡς εἰκόνας ἀρχετύπων διὰ τὸν πόθον, εἴη ἀνάθεμα. Εἴτα ἐζήτησε παρὰ Θεοῦ τοῦ ἀνδρὸς τὴν συγχώρησιν διὰ κοινῆς νηστείας καὶ δεήσεως καθ᾿ ὅλην τὴν ἑβδομάδα τῆς Τεσσαρακοστῆς· καὶ μετὰ ταῦτα, κατὰ τὴν παροῦσαν Κυριακήν, λιτανεύσαντες καὶ αὐτὴ καὶ ὁ υἱὸς αὐτῆς Μιχαὴλ ὁ αὐτοκράτωρ μετὰ παντός τοῦ κλήρου καὶ τοῦ λαοῦ ἀνεστήλωσαν τὰς ἁγίας εἰκόνας καὶ ἐστόλισαν πάλιν δι᾿ αὐτῶν τὴν τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίαν, Τοῦ ἁγίου τούτου ἔργου τὴν ἀνάμνησιν ἑορτάζομεν σήμερον οἱ ὀρθόδοξοι πάντες, καὶ δι᾿ αὐτὸ τοῦτο τὴν λαμπρὰν καὶ σεβασμίαν ταύτην ἡμέραν ὀνομάζομεν Κυριακὴν τῆς Ὀρθοδοξίας».

Πρώτη Κυριακὴ τῶν νηστειῶν

Ἡμεῖς οἱ Ὀρθόδοξοι δὲν λατρεύομεν τὰς Εἰκόνας, οὔτε τοὺς Ἁγίους, οὔτε τοὺς Ἀγγέλους, οὔτε αὐτὴν τῆν Παναγίαν Μητέρα τοῦ Κυρίου. Μόνον τὸν ἐν τριάδι Θεὸν λατρεύομεν. Τὸν Πατέρα, τὸν Θεὸν καὶ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα. Τιμῶμεν καὶ δοξάζομεν τοὺς Ἁγίους, τοὺς Ἀγγέλους, καὶ περισσότερον πάντων τὴν «Τιμιωτέραν τῶν Χερουβεὶμ καὶ ἐνδοξοτέραν ἀσυγκρίτως τῶν Σεραφείμ», τὴν Ἀειπάρθενον καὶ Παναγίαν Μητέρα τοῦ Σωτῆρος μας, ἀλλὰ λατρείαν δὲν ἀπονέμομεν οὔτε εἰς τὰ πρόσωπά των οὔτε εἰς τὰς Εἰκόνας των. Ἄλλο ἡ τιμὴ καὶ ὁ σεβασμὸς καὶ ἄλλο ἡ λατρεία.

Ὑπάρχουν θαυματουργοὶ Εἰκόνες;

Ὁ λαός μας, καθὼς καὶ ἄλλοι Ὀρθόδοξοι λαοί, θεωροῦν μερικὰς Εἰκόνας ὡς θαυματουργούς. Εἶναι αὐτὸ ἀλήθεια; Ὑπάρχουν ὄντως θαυματουργοὶ Εἰκόνες; Ἣ μᾶλλον: Εἶνε δυνατὸν νὰ ὑπάρχουν Εἰκόνες θαυματουργοί, Εἰκόνες ποὺ κάμνουν θαύματα;

Πολλοὶ Ὀρθόδοξοι θεολόγοι ἀποδίδουν τὰ θαύματα μερικῶν Εἰκόνων ὄχι εἰς τὰς Εἰκόνας αὐτὰς καθ᾿ ἑαυτάς, ἀλλ᾿ εἰς τὴν Πίστιν τῶν ἀνθρώπων ποὺ προσεύχονται ἐνώπιον αὐτῶν. Ὅτι ἡ Πίστις θαυματουργεῖ, ὅτι ἡ θερμὴ προσευχὴ θαυματουργεῖ, εἴτε γίνεται αὐτὴ ἐνώπιον Εἰκόνος εἴτε ὄχι, αὐτὸ εἶνε ἔξω πάσης ἀμφιβολίας. Τοῦτο ὅμως δὲν εἶναι λόγος νὰ ἀρνηθῶμεν ὅτι μερικαὶ Εἰκόνες δύνανται νὰ ἔχουν αὐταὶ αἱ ἴδιαι θαυματουργικὴν χάριν, θὰ φανῇ παράδοξον τοῦτο, ἀλλὰ δὲν εἶνε καθόλου παράδοξον. Εἶνε πολὺ φυσικόν. (Διὰ τοὺς πιστοὺς ἐννοεῖται. Διὰ τοὺς ἀπίστους ὅλα εἶνε ὄχι μόνον παράδοξα, ἀλλ᾿ ἀνύπαρκτα…). Εἰς τοὺς Ἀποστόλους Του ὁ Κύριος εἶχε δώσει τὸ θαυματουργικὸν χάρισμα. Βλέπομεν ὅμως ὅτι τὸ χάρισμα αὐτὸ δὲν περιωρίζετο εἰς τοὺς ἰδίους τοὺς Ἀποστόλους, ἀλλ᾿ ἐπεξετείνετο καὶ εἰς τὴν σκιὰν των! Τὸ Εὐαγγέλιον ρητῶς μᾶς λέγει ὄχι μόνον ὅτι «διὰ τῶν χειρῶν τῶν ἀποστόλων ἐγίνετο σημεῖα καὶ τέρατα ἐν τῷ λαῷ πολλά», ἀλλὰ καὶ ὅτι οἱ Ἰουδαῖοι ἔφερον ἐπὶ φορείων τοὺς ἀσθενεῖς των εἰς τὰς πλατείας, ἀναμένοντες τὸ πέρασμα τοῦ Πέτρου, ὥστε ἔστω καὶ ἡ σκιὰ του νὰ πέσῃ εἰς αὐτοὺς διὰ νὰ τοὺς θεραπεύσῃ! (Πράξ. ε΄, 12-14). Καὶ κάτι περισσότερον: Καὶ αὐτὰ ἀκόμη τὰ μανδήλια τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, ριπτόμενα ἐπάνω εἰς τοὺς ἀσθενεῖς ἢ τοὺς δαιμονιζομένους, τοὺς ἐθεράπευον! (Πράξ. ιθ΄, 12). Ὥστε ὄχι μόνον οἱ ἴδιοι οἱ Ἀπόστολοι εἶχον χάρισμα θαυματουργικόν, ἀλλὰ καὶ αὐτὰ ἀκόμη τὰ ἀντικείμενα τῆς προσωπικῆς των χρήσεως! Τοῦτο βεβαίως ἀπετέλει μίαν εὔνοιαν τοῦ Θεοῦ ὄχι πρὸς αὐτὰ ταῦτα τὰ μανδήλια, ἀλλὰ πρὸς τοὺς Ἀποστόλους Του. Χάριν αὐτῶν ἡ θαυματουργικὴ δύναμις ἔφθανε μέχρι τῶν μανδηλίων των. Διατὶ λοιπὸν ἀποκλείεται νὰ ὑπάρχουν Εἰκόνες ἔχουσαι χάρισμα θαυματουργικόν; Ὄχι σπανίως ἐκεῖνοι ποὺ ἔκαμαν τὰς Εἰκόνας, καὶ μάλιστα τὰς παλαιάς, ἦσαν ἄνθρωποι ἅγιοι, ἄνθρωποι βαθείας ταπεινώσεως, ἄνθρωποι νηστείας καὶ προσευχῆς, ἄνθρωποι πυρπολούμενοι ἀπὸ θεῖον ἔρωτα. Τί τὸ παράδοξον νὰ εὐλόγησῃ ὁ Θεὸς καὶ τοὺς ἰδίους καὶ τὰ ἔργα τῶν χειρῶν των; Καὶ τί τὸ ἀφύσικον, ἂν μέσα εἰς αὐτὰς τὰς εὐλογίας ὑπῆρξε καὶ τὸ θαυματουργικὸν χάρισμα;

Μόνον Βυζαντινὰς Εἰκόνας

Ἐδῶ ποὺ ἐφθάσαμεν, εἶνε άνάγκη νὰ έπιστήσωμεν τὴν προσοχὴν τῶν ἀναγνωστῶν ἐπὶ ἑνὸς σπουδαίου θέματος: Χρησιμοποιεῖτε μόνον Βυζαντινοῦ τύπου Εἰκόνας! Αὐταὶ καὶ μόνον αἱ Εἰκόνες ἐναρμονίζονται μὲ τὴν φύσιν τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μας. Αὐταί, μὲ τὰ ἐξαϋλωμένα καὶ φωτόμορφα πρόσωπα τῶν ἁγίων των, μᾶς βοηθοῦν πνευματικῶς καὶ μᾶς διδάσκουν καὶ μᾶς ἀνυψώνουν. Ἡ Βυζαντινὴ Εἰκὼν εἶνε ἄφωνος ἱεροκήρυξ! Εἰς τὴν Βυζαντινὴν Εἰκόνα ἀντανακλᾶται ὅλον τὸ μυστικὸν μεγαλεῖον τῆς ἀσκητικῆς καὶ ἀρνησικόσμου Ὀρθοδοξίας μας. Ἡ Βυζαντινὴ Εἰκὼν δὲν ἔχει σκοπὸν νὰ τέρψῃ ἢ νὰ συγκινήσῃ αἰσθητικῶς ἢ νὰ κινήσῃ τὸν θαυμασμὸν διὰ τὴν τελειότητα τῶν ἀναλογιῶν της. Ὁ σκοπὸς της εἶνε ἀναγωγικός, θέλει νὰ μᾶς κατανύξῃ καὶ νὰ μᾶς ἀναβιβάσῃ εἰς τὰ ὕψη. Ὅποιος ἔχει ὀφθαλμοὺς καθαροὺς βλέπει ὅτι ἡ «γῆ» καὶ ὁ «κόσμος» ἀπουσιάζει ἀπὸ τὴν Βυζαντινὴν Εἰκόνα, ἐνῷ ὁ Οὐρανὸς μὲ ὅλην τὴν θείαν αἴγλην του καθρεπτίζεται ὁλόλαμπρος μέσα εἰς αὐτὴν. Ἡ Βυζαντινὴ ἁγιογραφία εἶνε τέχνη λειτουργική. Ἔχει τοῦς ἰδίους στόχους καὶ τοὺς ἰδίους σκοποὺς καὶ τὰ ἴδια ἀποτελέσματα ποὺ ἔχει ἡ λατρεία μας. Ἄλλο θρησκευτικὴ ζωγραφικὴ καὶ ἄλλο Βυζαντινὴ ἁγιογραφία. Οἱ πίνακες τῆς θρησκευτικῆς ζωγραφικῆς δυνατὸν νὰ εἶνε ἀριστουργήματα ὡς ἔργα τέχνης καὶ νὰ συγκινοῦν καὶ νὰ θαυμάζωνται, ἀλλὰ δὲν εἶνε κατάλληλοι οὔτε διὰ τὸν Ναὸν οὔτε διὰ τὸ Εἰκονοστάσιόν μας. Εἶνε κατάλληλοι διὰ τὰς πινακοθήκας καὶ διὰ τὰ «σαλόνια», ὄχι ὅμως καὶ διὰ τοὺς τόπους προσευχῆς καὶ λατρείας. Οἱ πίνακες αὐτοὶ ὁμιλοῦν εἰς τὸ καλλιτεχνικὸν συναίσθημά μας, ἐνῷ ἡ Βυζαντινὴ Εἰκὼν ὁμιλεῖ εἰς τὰ μυστικὰ βάθη τῆς καρδίας μας καὶ ὁδηγεῖ αὐτὴν εἰς «θείας ἀναβάσεις». Ἐπαναλαμβάνομεν: Μόνον Βυζαντινοῦ τύπου Εἰκόνες εἰς τὸ Εἰκονοστάσιόν μας!

Εὐτυχῶς, κατὰ τὰ τελευταῖα ἔτη διάφοροι ἐκδοτικοὶ Οἶκοι ἐτύπωσαν κατὰ χιλιάδες ἀντίτυπα ὡραιοτάτων Εἰκόνων Βυζαντινῆς τεχνοτροπίας. Ζητεῖτε μόνον αὐτάς! Ἀποφεύγετε τὰς «σαρκικὰς» Εἰκόνας τῆς Δύσεως. Δὲν προσαρμόζονται εἰς τὸ ὅλον πνευματικὸν «κλῖμα» τῆς Ὀρθοδοξίας. Ἀποτελοῦν -τὸ ὀλιγώτερον- παραφωνίαν καὶ ἀνορθογραφίαν. (Εἰκόνες Βυζαντινῆς τεχνοτροπίας πωλοῦνται εἰς ὅλα τὰ θρησκευτικὰ βιβλιοπωλεῖα).

Κατὰ τὴν Κυριακὴν τῆς Ὀρθοδοξίας ψάλλομεν:

«Τὴν ἄχραντον εἰκόνα σου προσκυνοῦμεν, Ἀγαθέ, αἰτούμενοι συγχώρησιν τῶν πταισμάτων ἡμῶν, Χριστὲ ὁ Θεός· βουλήσει γὰρ ηὐδόκησας σαρκὶ ἀνελθεῖν ἐν τῷ Σταυρῷ, ἵνα ρύσῃ οὓς ἔπλασας ἐκ τῆς δουλείας τοῦ ἐχθροῦ. Ὅθεν εὐχαρίστως βοῶμέν σοι· χαρᾶς ἐπλήρωσας τὰ πάντα, ὁ Σωτὴρ ἡμῶν, παραγενόμενος εἰς τὸ σῷσαι τὸν κόσμον».

Δηλαδή: Ὦ ἀγαθὲ Χριστὲ καὶ Θεέ μας, προσκυνοῦμεν τὴν ἁγίαν Εἰκόνα Σου καὶ ζητοῦμεν νὰ συγχωρήσῃς τὰς ἁμαρτίας μας. Διότι μὲ τὴν θέλησίν Σου ἀπεφάσισες νὰ σαρκωθῇς καὶ νὰ ἀνέλθῃς εἰς τὸν Σταυρόν, διὰ νὰ ἀπαλλάξῃς ἀπὸ τὴν δουλείαν τοῦ Διαβόλου ἐκείνους ποῦ ἔπλασες, δηλαδὴ ἡμᾶς τοὺς ἀνθρώπους. Δι᾿ αὐτό, πλήρεις εὐγνωμοσύνης, λέγομεν πρὸς Σέ: Ὅταν ἦλθες Σύ, ὁ Σωτήρ μας, διὰ νὰ σώσῃς τὸν κόσμον, ἐγέμισες ἀπὸ χαρὰν τὸ σύμπαν.

Αρχιμ. Επιφάνιος Ι. Θεοδωρόπουλος, Περίοδος Τριωδίου, Πόρος Τροιζηνίας: Ιερόν Ησυχαστήριον Κεχαριτωμένης Θεοτόκου Τροιζήνος, 2011