Menu Close

Το μεγαλείο της υιότητας (Ι)

Η περιγραφή του Ευαγγελίου είναι λιτή και σε τόνους χαμηλούς:[1] Ο υιός απορρίπτει άσπλαχνα τον πατέρα του και προετοιμάζει την αναχώρησή του στη μακρινή χώρα! «Πατέρα, δωσ’ μου το κομμάτι της περιουσίας που μου ανήκει!» Τι άλλο σημαίνουν αυτά τα λόγια παρά, «Πατέρα, δεν μπορώ να περιμένω πότε θα πεθάνεις! Εσύ βαστάς ακόμη, κι εγώ είμαι νέος· θέλω τώρα να δρέψω τους καρπούς της δικής σου ζωής, των δικών σου κόπων· αργότερα όλα αυτά θα είναι μπαγιάτικα. Ας κάνουμε μια συμφωνία: για μένα είσαι νεκρός· δώσε μου ό,τι μου ανήκει ή μάλλον ό,τι θα ’παιρνα μετά τον πραγματικό σου θάνατο, και άσε με να φύγω και να ζήσω τη ζωή που διάλεξα».

Αυτό εννοούσε ο νεαρός άντρας και πόσο αυτό μοιάζει με τον τρόπο που εμείς μεταχειριζόμαστε τον Θεό και τα δώρα Του. Όσο είμαστε μαζί Του, έχουμε από Αυτόν το καθετί, αλλά η παρουσία Του μας περιορίζει, νιώθουμε καταπιεσμένοι από τους αναπόφευκτους κανόνες που ρυθμίζουν το σπιτικό Του: Περιμένει από μας ακεραιότητα και αλήθεια· περιμένει να μάθουμε από Αυτόν τι σημαίνει να αγαπάμε με όλη μας την καρδιά, όλο μας το μυαλό, όλη μας τη δύναμη, όλο μας το είναι – κι αυτό μας πέφτει βαρύ. Παίρνουμε λοιπόν όλα Του τα δώρα και Του γυρίζουμε την πλάτη για να τα χρησιμοποιήσουμε έτσι που να εξυπηρετούν μόνον εμάς, χωρίς να ανταποδίδουμε κάτι είτε στον Θεό είτε σε οποιονδήποτε άλλον.

Όλοι μας, χωρίς καμιά εξαίρεση, αλλά σε διαφορετικό βαθμό, υπακούμε στην απάνθρωπη και απατηλή υποβολή του Σατανά, όπως την παρουσίασε στον Χριστό στην έρημο: «Έχεις τη δύναμη να το κάνεις – κάνε, λοιπόν τις πέτρες ψωμιά· είσαι παιδί του Θεού – χρησιμοποίησε λοιπόν αυτή τη σοφία και τη δύναμη που σου έδωσε ο Θεός για το δικό σου συμφέρον! Γιατί να σπαταλήσεις τον χρόνο σου και να περάσουν τα χρόνια;»… Κάπως έτσι δεν είναι η συμπεριφορά μας;

Μετά, ο νεαρός φεύγει· φεύγει για την ξένη χώρα που δεν ανήκει στον Θεό, που έχει απορρίψει τον Θεό, τον έχει αποκηρύξει, μια χώρα που έχει παραδοθεί στα χέρια του αντιπάλου Του και που δεν έχει χώρο γι’ Αυτόν. Και ζει σύμφωνα με τους κανόνες της χώρας εκείνης και σύμφωνα με την επιθυμία της καρδιάς του. Μέχρι που έρχεται η πείνα…

Το μεγαλείο της υιότητας Ι

Και εμείς Του γυρίζουμε την πλάτη, κουβαλώντας μαζί μας τα δώρα Του· ζούμε κι εμείς σε χώρα μακρινή, σ’ ένα κόσμο φτιαγμένο από τον άνθρωπο και όχι απ’ τον Θεό· ή μάλλον σ’ ένα κόσμο φτιαγμένο από τον Θεό και παραμορφωμένο από τον άνθρωπο. Τι είδους πείνα αντιμετωπίζουμε; Είμαστε πλούσιοι, είμαστε ασφαλείς, έχουμε μαζί μας όλα όσα ο Θεός μας έδωσε, και συνεχίζει να δίνει – μόνο που δε συνειδητοποιούμε ότι ο Θεός συνεχίζει να δίνει την ώρα που εμείς σπαταλάμε. Ποια πείνα λοιπόν μπορεί να νιώσουμε; Πρόκειται για την επίγνωση που ο Χριστός περιγράφει στον πρώτο Μακαρισμό: «Μακάριοι οἱ πτωχοὶ τῷ πνεύματι, ὅτι αὐτῶν ἐστιν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν». Ποιοι είναι οι πτωχοὶ τῷ πνεύματι; Είναι εκείνοι που έχουν καταλάβει και το συνειδητοποιούν μέρα με τη μέρα, σε όλη τους τη ζωή, ότι δεν θα είχαν έρθει στην ύπαρξη αν ο Θεός δεν τους είχε καλέσει σ’ αυτήν από αγάπη – δεν θα είχαμε ζωή αν ο Θεός δεν είχε εκχύσει σ’ εμάς τη δική Του ζωή, τη δική Του πνοή, την πνοή της ζωής. Είναι εκείνοι που έχουν καταλάβει ότι είμαστε τόσο πλούσιοι, επειδή Εκείνος μας αποκάλυψε τον Εαυτό Του: μας αποκάλυψε ποιος είναι, μπορούμε να Τον αγαπάμε, να Τον λατρεύουμε, να Τον υπηρετούμε, να Τον φθάσουμε, γιατί έγινε άνθρωπος και μας έδειξε πού μπορεί να φθάσει ένας άνθρωπος. Και μας τα ’δωσε όλα, τη νοημοσύνη, την καρδιά, τη θέληση, το σώμα, τον κόσμο γύρω μας, τους ανθρώπους γύρω μας, τις σχέσεις – όλα αυτά είναι του Θεού! Και είναι του Θεού διότι μόνοι μας δεν μπορούμε να τα δημιουργήσουμε, δεν μπορούμε κανέναν να αναγκάσουμε να μας αγαπά, κι όμως έχουμε φίλους και ανθρώπους που μας αγαπούν. Ούτε για το μυαλό μας μπορούμε να είμαστε σίγουροι, ούτε για την καρδιά μας – υπάρχουν στιγμές που θέλουμε να ανταποκριθούμε σε μια ανάγκη, σε μια δοκιμασία αδελφού μας και νιώθουμε την καρδιά μας πέτρινη· μόνο ο Θεός μπορεί να τη ζωντανέψει! Ταλαντευόμαστε ανάμεσα στο καλό και στο κακό – μόνο Αυτός μπορεί να σταθεροποιήσει τη θέλησή μας…

Αυτό και μόνο αν συνειδητοποιήσουμε, αντιλαμβανόμαστε αμέσως ότι είμαστε πάμφτωχοι: δεν είμαστε τίποτε, δεν έχουμε τίποτε κι όμως, είμαστε τόσο πλούσιοι! Επειδή είμαστε γυμνοί, είμαστε προικισμένοι με όλα τα δικά Του δώρα· ενώ Τον έχουμε προδώσει ξανά και ξανά, ενώ έχουμε φύγει μακριά Του τόσες φορές, εξακολουθεί να μας αγαπά: όντως, «Μακάριοι οἱ πεινῶντες, ὅτι αὐτοὶ χορτασθήσονται»! Εάν συνειδητοποιήσουμε πόσο πεινάμε για τα αληθινά πράγματα, αυτά θα έρθουν να μας βρουν. Όχι όμως μόνον επειδή πεινάμε. Θα έρθουν να μας βρουν εκείνη τη στιγμή που, ενώ είμαστε όλως διόλου φτωχοί, Κάποιος μας αγαπά – αυτό είναι η Βασιλεία του Θεού, η Βασιλεία της αγάπης: ο Θεός μας αγαπά και παραχώρησε το δώρο της αγάπης και στον καθένα μας!

Ο νεαρός της παραβολής πεινούσε. Πεινούσε για το σπίτι του Πατέρα του, και όμως ήξερε ότι δεν είχε πια το δικαίωμα να καλείται υιός του: ήταν ένας φονιάς! Του είχε πει: «πέθανε πριν την ώρα σου για να ζήσω εγώ όπως μ’ αρέσει». Ωστόσο επιστρέφει, μπορεί ακόμα να αποκαλεί «Πατέρα» Εκείνον που απέρριψε…

Τι συμβαίνει τότε; Από μακριά, ο Πατέρας τον βλέπει να έρχεται. Δεν περιμένει αξιοπρεπώς να έρθει εκείνος να πέσει στα πόδια του και να παραδεχτεί το λάθος του. Τρέχει ο ίδιος προς αυτόν και τον αγκαλιάζει. Κι ο νεαρός κάνει την ομολογία: «δεν είμαι πια άξιος να λέγομαι παιδί σου…». Ο Πατέρας τον διακόπτει: «μπορεί να μην είσαι άξιος να λέγεσαι παιδί μου, ωστόσο είσαι παιδί μου και δεν μπορεί να γίνεις υπάλληλος στο σπίτι του πατέρα σου». Απαιτεί από αυτόν, όπως και ο Θεός απαιτεί από μας, να γνωρίζουμε και να ανεβαίνουμε στο επίπεδο της ανθρώπινης μεγαλοσύνης μας: τα παιδιά του Ζωντανού Θεού καλούνται να γίνονται θείας φύσεως κοινωνοί, υιοί και θυγατέρες ἐν Χριστῷ καὶ ἐν Πνεύματι.

Να λοιπόν τι μας λέει η παραβολή· να τι πρέπει να σκεφτούμε: πού βρισκόμαστε σε σχέση με τα αρχικά σκληρά, φονικά λόγια του νεώτερου γιου. Συνειδητοποιούμε την κατάστασή μας; Πεινάμε αρκετά ώστε να συνειδητοποιήσουμε ότι πρέπει να επιστρέψουμε στο σπίτι μας, σ’ Εκείνον που Μόνος μας αγαπά και ο Οποίος, παρότι μας βλέπει πεσμένους, εξακολουθεί να απαιτεί από μας το μεγαλείο της υιότητας…

Ας τα σκεφθούμε. Είναι άλλο ένα βήμα προς την ημέρα κατά την οποία -ἐν μετανοίᾳ- θα έρθουμε να κάνουμε την εξομολόγησή μας, να δεχθούμε την άφεση. Και αν είμαστε τίμιοι με τη μετάνοιά μας, αποφασισμένοι να γυρίσουμε σ’ Αυτόν, τότε θα είμαστε στο σπίτι μας, έτοιμοι να εισέλθουμε στη Μεγάλη Εβδομάδα μαζί με τον Υιό, μαζί με τον Πατέρα που προσφέρει τον Υιό, μαζί με τη Μητέρα του Θεού που δέχεται να σταυρώνεται ο Υιός Της δια την ημών σωτηρίαν.

[1] Ομιλά που εκφωνήθηκε στις 3 Φεβρουαρίου του 1991.

Anthony Bloom, Στο φως της κρίσης του Θεού: Πορεία από το Τριώδιο στην Ανάσταση, 1η έκδοση, εκδ. Εν πλω, Αθήνα, 2009