Menu Close

Ο τελώνης κι ο Φαρισαίος (Ι)

Πριν από δύο εβδομάδες ακούσαμε την ευαγγελική περικοπή για τον τυφλό Βαρτιμαίο (Λουκ. 18, 35-43), και την περασμένη εβδομάδα της ιστορίας του Ζακχαίου (Λουκ. 19, 1-10).[1]

Ο Βαρτιμαίος είτε υπήρξε τυφλός εκ γενετής, είτε έχασε σε κάποια στιγμή της ζωής του την όρασή του, και μαζί μ’ αυτή όλη την ομορφιά του κόσμου, των ανθρώπινων προσώπων, κάθε πράγματος που τον συνέδεε άμεσα δια του κτιστού κόσμου με τον Θεό και Δημιουργό του παντός. Ήταν τυφλός. Μια μέρα, πέρασε δίπλα του ένα παράξενο πλήθος κόσμου· δεν ήταν το θορυβώδες πλήθος των περαστικών, αυτοί είχαν ένα κέντρο, και το κέντρο τους ήταν ο Κύριος Ιησούς Χριστός. Ο Βαρτιμαίος αντιλήφθηκε ότι αυτό το πλήθος ήταν ξεχωριστό και ρώτησε ποιος ήταν αυτός που το είχε συναρπάσει. Και τότε, άρχισε να φωνάζει για βοήθεια, για να ελευθερωθεί από το σκοτάδι του…

Ο τελώνης κι ο Φαρισαίος

Πόσες φορές υπήρξαμε όλοι μας τυφλοί, ή πόσα χρόνια ζήσαμε ως τυφλοί; Τυφλοί στην αποκάλυψη εκείνη του Θεού, την οποία μας προσφέρει η Δημιουργία· τυφλοί στην ομορφιά της, όχι με την εξωτερική έννοια, αλλά με την έννοια της θείας σοφίας και ωραιότητας που ακτινοβολεί μέσα απ’ αυτήν. Πόσες φορές κοιτάξαμε πρόσωπα και παρόλα αυτά δεν αναγνωρίσαμε ότι είναι εικόνες του Θεού, που θα έπρεπε να μας φέρνουν πιο κοντά Του και όχι, ως πειρασμοί, να στέκονται ανάμεσα σ’ Εκείνον και σε μας. Πόσο συχνά ο ίδιος ο Χριστός πέρασε από δίπλα μας και δεν πήραμε είδηση ούτε την παρουσία Του ούτε το πέρασμά Του;

Ας στοχαστούμε και ας αναρωτηθούμε όχι μόνο πόσες φορές υπήρξαμε τυφλοί κατά το παρελθόν, αλλά και πόσο τυφλοί είμαστε τούτη τη στιγμή. Ο Χριστός είναι ανάμεσά μας. Το συνειδητοποιούμε; Ο Χριστός μας συναντά στο πρόσωπο του κάθε ανθρώπου. Το συνειδητοποιούμε; Ένας από τους Πατέρες της ερήμου έλεγε «Είδες τον αδελφόν σου, είδες τον Κύριο και Θεό σου!». Ακριβώς! Είδες μια εικόνα του Θεού, μία αληθινή εικόνα – φθαρμένη ίσως, όπως τόσες και τόσες εικόνες, βεβηλωμένη ή κατεστραμμένη, κάποιες φορές χαλασμένη μέχρι σημείου να καταντά αγνώριστη, όμως παρόλα αυτά, είδες μια εικόνα του Θεού.

Την περασμένη εβδομάδα ακούσαμε για τον Ζακχαίο. Ο Ζακχαίος ξεπέρασε έναν άλλο πειρασμό, πολύ οικείο και σ’ εμάς, αυτόν της ματαιοδοξίας. Η ματαιοδοξία συνίσταται στο να προσκολλώμεθα σε πράγματα χωρίς αξία και να προσπαθούμε να αντλήσουμε δι’ αυτών τον θαυμασμό των άλλων ανθρώπων, οι ποίοι δεν έχουν το δικαίωμα να κρίνουν, καθώς είναι και αυτοί φυλακισμένοι στην ίδια μικρότητα νου και καρδιάς. Η ματαιοδοξία, κατά τον άγιο Ιωάννη της Κλίμακος είναι αλαζονεία ενώπιον του Θεού και δειλία ενώπιον των ανθρώπων· επιθυμούμε να μην κριθούμε, να μην καταδικαστούμε, αλλά να μας θαυμάζουν, να μας επαινούν, να μας επιδοκιμάζουν, ακόμη και για πράγματα ανάξια επιδοκιμασίας.

Πρότεινα την περασμένη εβδομάδα να επικεντρώσουμε την προσοχή μας σ’ αυτή τη συγκεκριμένη αμαρτία μας και να ρωτήσουμε τον εαυτό μας: Πόσο εξαρτημένος είμαι από την κρίση των ανθρώπων, πόσο αδιάφορος είμαι για την κρίση της συνειδήσεώς μου και (πέραν αυτής), δι’ αυτής, για την κρίση του ίδιου του Θεού; Πόσο αναζητώ την επιδοκιμασία και τον θαυμασμό των ανθρώπων για πράγματα που είναι ανάξιά μου, πόσο μάλλον για τον Θεό;

Σήμερα έχουμε μπροστά μας μια τρίτη εικόνα: ακούσαμε την ιστορία του Φαρισαίου και του Τελώνη (Λουκ. 18, 10-14). Ο Τελώνης είχε επίγνωση ότι ήταν ανάξιος να παρουσιάζεται ενώπιον του προσώπου του Κυρίου, αλλά και να γίνεται δεκτός στη συντροφιά αξιοσέβαστων ανθρώπων, τους οποίους ο Θεός θα επιδοκίμαζε. Ήρθε μέχρι τη θύρα του Ναού αλλά δεν μπορούσε να διαβεί το κατώφλι, διότι γνώριζε ότι σ’ αυτόν τον κόσμο, τον λερωμένο, τον μολυσμένο και βεβηλωμένο από την ανθρώπινη αμαρτία, από το αίμα και το κακό σε όλες του τις μορφές, ο Ναός ήταν χώρος αφιερωμένος μόνο στον Θεό. Όλος ο υπόλοιπος κόσμος, για να χρησιμοποιήσουμε τα λόγια του Σατανά κατά τους πειρασμούς του Χριστού, «ἐμοὶ παραδέδονται». Αλλά ο Ναός είναι ένας χώρος τον οποίο άνθρωποι με πίστη -αδύναμοι ασφαλώς, αλλά με πίστη στον Θεό- απέκοψαν από το βασίλειο αυτό του τρόμου για να αποτελεί μια θέα της θείας ωραιότητας, κατοικητήριο του Ενός που δεν έχει «ποῦ τὴν κεφαλὴν κλίνῃ», σ’ ένα κόσμο που εκλάπη από Αυτόν και έχει παραδοθεί στα χέρια του Αντιδίκου.

Καθώς ο Τελώνης στεκόταν στο κατώφλι ήξερε ότι ανήκε στο βασίλειο του κακού, και δεν είχε πρόσβαση στον χώρο του Θεού. Ωστόσο, ένιωθε τη διαφορά, ένιωθε τρόμο για τον εαυτό του και μια λατρευτική στάση γεννιόταν μέσα του απέναντι στον θεϊκό αυτό χώρο. Έτυπτε το στήθος του και ζητούσε έλεος, επειδή για τίποτε άλλο δεν μπορούσε να ελπίζει ούτε σε τίποτα άλλο να υπολογίζει.

Και ο Φαρισαίος στεκόταν ακριβώς στο μέσον του Ναού· είχε μπει και είχε λάβει θέση εκεί ως κάποιος που είχε κάθε δικαίωμα να στέκεται στον τόπο αυτό. Γιατί; Όχι επειδή είχε καθαρή καρδιά, αλλά επειδή είχε τηρήσει κάθε έναν από τους τύπους που είχε καθιερώσει η Συναγωγή, όπως πολλοί από μας τηρούν τους εξωτερικούς κανόνες της ζωής, χωρίς αυτοί να διεισδύουν ούτε καν μέσα από το δέρμα μας, χωρίς να φθάνουν στην καρδιά μας, χωρίς να αναμορφώνουν ούτε να νοηματοδοτούν τις σκέψεις μας.

Έχουμε λοιπόν και πάλι μπροστά μας δυο άνδρες και ο Χριστός μας ρωτά: Εσύ ποιος είσαι; Έχεις βαθιά επίγνωση της αγιότητας του Θεού, αναγνωρίζεις ότι δεν υπάρχει πρόσβαση σ’ Αυτόν παρά μόνον αν εκείνος θελήσει να σκύψει προς εμάς, για να μας χαρίσει την ίαση και τη σωτηρία; Ή μήπως είμαστε σαν τον Φαρισαίο που θα πει στον θεό, ή μάλλον θα Του πετάξει κατάμουτρα, «Όσα ζήτησες, τα έχω πράξει. Τι άλλο μπορεί να θέλεις από μένα;». Δεν είμαστε τόσο αλαζόνες γιατί δεν έχουμε καν το κουράγιο να είμαστε αλαζόνες όπως ο Φαρισαίος, ούτε έχουμε τη θαρραλέα σταθερότητα να είμαστε τόσο ακριβείς τηρητές του Νόμου όπως εκείνος.

Ας ρωτήσουμε λοιπόν τον εαυτό μας: Μιμούμαστε τον Φαρισαίο στις πράξεις, τηρώντας όλα τα διατεταγμένα της χριστιανικής μας πίστης; Και πέραν αυτού, επιτρέπουμε στην πίστη μας να μεταμορφώνει τις καρδιές μας, να ρυθμίζει τη θέλησή μας, να φωτίζει τη διάνοιά μας;

Το ευαγγέλιο σήμερα μας αναθέτει αυτό το καθήκον. Ας το σκεφθούμε. Θα αποτελέσει ένα ακόμη βήμα στην κριτική του εαυτού μας, ώστε να μην καταδικαστούμε.

[1] Ομιιλία που εκφωνήθηκε στις 7 Φεβρουαρίου 1993.

Anthony Bloom, Στο φως της κρίσης του Θεού: Πορεία από το Τριώδιο στην Ανάσταση, 1η έκδοση, εκδ. Εν πλω, Αθήνα, 2009