Menu Close

Η κρίση του Θεού και η συγχώρεση των ανθρώπων (ΙΙ)

Για κάποιον ανεξήγητο λόγο, η παραβολή αυτή, περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη, θεωρείται ως μια εικόνα της Κρίσεως, η διακήρυξη της αμετάκλητα τελικής αυτής πράξης της ιστορίας. Ωστόσο, μας λέει κάτι ουσιαστικό, όχι για τη μετά θάνατον καταδίκη ή σωτηρία μας, αλλά για τη ζωή μας: ο Θεός δεν θα ρωτήσει ούτε τους δικαίους ούτε τους αμαρτωλούς οτιδήποτε σχετικό με τις πεποιθήσεις τους ή με την τήρηση του τελετουργικού· αυτό που ο Θεός θα αξιολογήσει είναι ο βαθμός στον οποίον υπήρξαμε άνθρωποι: «δίψασα και μου δώσατε να πιω, ήμουν ξένος και με πήρατε κοντά σας, γυμνός και με ντύσατε· ήμουν άρρωστος και με επισκεφθήκατε, εν φυλακή και ήρθατε κοντά μου». Το να είμαστε άνθρωποι όμως, απαιτεί φαντασία, απαιτεί μια αίσθηση χιούμορ, μια αίσθηση της «στιγμής», ένα αγαπητικό και ρεαλιστικό ενδιαφέρον για τις αληθινές ανάγκες και τις επιθυμίες του αντικειμένου της προσοχής μας, ή μάλλον του θύματος, θα λέγαμε, της προσοχής μας.

Η ιστορία που ακολουθεί είναι από τη ζωή των Πατέρων της ερήμου και διευκρινίζει αυτό ακριβώς το σημείο: Μετά από μια λαμπρή κοινωνική και πολιτική δράση στην Αυλή του Βυζαντίου, ο Άγιος Αρσένιος αποσύρθηκε στην έρημο της Αιγύπτου, για να επιτύχει την απόλυτη μόνωση και ησυχία. Μια Κυρία της Αυλής που ήταν μεγάλη θαυμάστριά του, τον αναζήτησε στην ερημιά όπου ζούσε. Έπεσε στα πόδια του: «Πάτερ, ξεκίνησα γι’ αυτό το επικίνδυνο ταξίδι μόνο και μόνο για να σε δω και να ακούσω από σένα μία και μόνη εντολή, την οποία υπόσχομαι να τηρήσω σε όλη μου τη ζωή!». Κι εκείνος της απάντησε: «Αν πραγματικά δεσμεύεσαι να μην παρακούσεις ποτέ την εντολή μου, τότε άκουσέ την: Αν ποτέ μάθεις ότι είμαι σ’ ένα τόπο, εσύ να πας σ’ έναν άλλον!». Αυτό δεν είναι που θα έλεγαν πολλοί σ’ εκείνο τον αγαθιάρη, του οποίου την «αρετή» είναι καταδικασμένοι να υφίστανται;

Κατά τη γνώμη μου, το νόημα της παραβολής των προβάτων και των εριφίων είναι το εξής: Αν υπήρξες αληθινά και συνετά «άνθρωπος», τότε είσαι έτοιμος να εισέλθεις στη Βασιλεία, να μοιραστείς αυτά που ανήκουν στον Θεό, αφού η αιώνια ζωή δεν είναι τίποτε άλλο παρά η ζωή του Ίδιου του Θεού, που τη μοιράζεται με τα πλάσματά Του. «Ἐπὶ ὀλίγα ἦς πιστός, ἐπὶ πολλῶν σε καταστήσω (Ματθ. 25, 21) – υπήρξες άξιος στη γη, θα αξιωθείς να ζήσεις και την ουράνια ζωή, μετέχοντας στη φύση του Θεού, πλήρης του Πνεύματός Του. Αν αποδειχθούμε πιστοί οικονόμοι σε ο,τι δεν ήταν δικό μας -όλα δηλαδή τα δώρα του Θεού- θα εισέλθουμε και σε ό,τι είναι δικό μας, όπως φαίνεται τόσο καθαρά στην παραβολή του οικονόμου της αδικίας (Λουκ. 16, 1-12).

Η κρίση του Θεού

Η κρίση θα ήταν αιτία τρόμου για μας, αν δεν είχαμε βεβαία την ελπίδα της συγχωρήσεως. Και το δώρο της συγνώμης είναι αυτονόητο συστατικό της αγάπης και του Θεού και των αν

 

θρώπων. Δεν αρκεί όμως να μας παραχωρείται η άφεση, πρέπει να είμαστε προετοιμασμένοι και να τη δεχθούμε.

Πάρα πολύ συχνά, η συγνώμη μας προσφέρεται, αλλά εμείς «κλωτσάμε»: για τον εγωισμό μας, η συγνώμη ηχεί ως κάτι εξαιρετικά ταπεινωτικό, και προσπαθούμε να το παρακάμψουμε «φορώντας» μια ψευτο-ταπείνωση. «Δεν μπορώ να συγχωρήσω τον εαυτό μου γι’ αυτό που έκανε, πώς να δεχτώ τη συγχώρησή σου; Εκτιμώ την καλωσύνη σου, αλλά η συνείδησή μου είναι πάρα πολύ απαιτητική, πολύ ευαίσθητη για να εκμεταλλευθώ την ευγενική σου διάθεση»· και χρησιμοποιούμε ακριβώς την έννοια «ευγενική διάθεση» για να κάνουμε το δώρο που μας προσφέρεται να φαίνεται όσο γίνεται πιο ασήμαντο και την άρνησή μας όσο γίνεται πιο απογοητευτική για τον γενναιόδωρο φίλο μας. Βεβαίως, δεν μπορούμε, δεν θα έπρεπε ποτέ να συγχωρήσουμε τους εαυτούς μας! Θα ήταν τερατώδες αν το μπορούσαμε. Γιατί τότε, θα σήμαινε «πολύ απλά», ότι παίρνουμε πολύ ελαφρά το χαστούκι, την πληγή που προκαλέσαμε, τον πόνο, τη δυστυχία που επιφέραμε. (Και, αλίμονο! Αυτό ακριβώς κάνουμε όταν είμαστε ανυπόμονοι ενώπιον κάποιου τον οποίον πληγώσαμε και ο οποίος φαίνεται να πονά «υπερβολικά». «Πόσον καιρό θα δυσανασχετείς πια; Ω, σταμάτα επιτέλους να κλαίς! Δε σού ζήτησα συγνώμη; Τι άλλο θέλεις;». Το οποίο σημαίνει· «Εγώ έχω προ πολλού συγχωρήσει τον εαυτό μου. Πόσο ακόμη πρέπει να περιμένω μέχρι να με συγχωρήσεις κι εσύ;»). Ο Θεός δεν μας επιτρέπει να συγχωρούμε εμείς τον εαυτό μας, αλλά πρέπει να μάθουμε ποτέ να μην του επιτρέπουμε να πληγώνει τους άλλους και, αν κάποτε συμβεί, να δεχόμαστε το δώρο της συγνώμης του αδελφού μας. Αν το αρνηθούμε είναι σαν να λέμε: «Δεν πιστεύω ότι όντως η αγάπη σβήνει όλα τα αμαρτήματα, ούτε έχω εμπιστοσύνη στην αγάπη σου». Πρέπει να συναινέσουμε στο να συγχωρηθούμε μέσα από μία πράξη τολμηρής πίστης και γενναιόδωρης ελπίδας, να υποδεχθούμε το δώρο ταπεινά, ως ένα θαύμα που μόνον η αγάπη, η θεία και η ανθρώπινη, μπορούν να απεργαστούν, και να είμαστε παντοτινά ευγνώμονες για τη δωρεάν προσφερόμενη δύναμή της που ξέρει να γιατρεύει, να αποκαθιστά, να ανορθώνει.

Δεν θα πρέπει να προσδοκούμε τη συγχώρηση επειδή αλλάξαμε προς το καλύτερο· ούτε θα ’πρεπε να θεωρούμε μία τέτοια αλλαγή ως προϋπόθεση για να συγχωρήσουμε τους άλλους. Μόνο όταν κάποιος νιώθει ότι συγχωρήθηκε και ότι αγαπάται, μόνο τότε μπορεί να αρχίσει να αλλάζει, και όχι αντίστροφα. Να κάτι που δεν θα πρέπει ποτέ να ξεχνάμε, αλλά το ξεχνάμε τόσο συχνά! Και ας μην συγχέουμε ποτέ το «συγχωρώ» με το «ξεχνώ», ούτε να φανταστούμε ότι αυτά τα δυο πάνε μαζί. Όχι μόνο δεν προσιδιάζει το ένα στο άλλο, αλλά το ένα αποκλείει το άλλο. Το να διαγράψουμε το παρελθόν έχει πολύ μικρή σχέση με την οικοδομητική, ευρηματική, καρποφόρα συγχώρεση· το μόνο πράγμα που πρέπει να αποβληθεί, να διαγραφεί από το παρελθόν είναι το δηλητήριό του· η πικρία, η μνησικακία, η αποξένωση· αλλά όχι η ανάμνηση.

Η αληθινή συγχώρηση αρχίζει τη στιγμή που το θύμα της αδικίας, της σκληρότητας, της συκοφαντίας, δέχεται τον προσβολέα όπως είναι, για τον λόγο και μόνο ότι επέστρεψε. Όπως ο Άσωτος γιός, του οποίου ο πατέρας δεν άρχισε τις ερωτήσεις, δεν διεκδίκησε τίποτε, δεν έθεσε όρους προκειμένου να τον επανεντάξει στην οικογένεια. Η συγνώμη του Θεού γίνεται δική μας από τη στιγμή που Χριστός παίρνει πάνω Του το φορτίο και όλες τις συνέπειες της Πτώσεως, όταν ο Υιός του Θεού γίνεται ο Άνθρωπος «ὁ ἐν πληγῇ ὤν» (Ησ. 52-53). Και σίγουρα όχι αφού πρώτα γίνουμε Άγιοι! Ο Θεός είχε ήδη δώσει την άφεση όταν είπε: «Είμαι έτοιμος να πεθάνω για σένα: σε αγαπώ». Έτσι ακριβώς αρχίζει και η συγνώμη μεταξύ των ανθρώπων. Εάν σε μία οικογενειακή κρίση ο υπαίτιος απλώς επιστρέψει, και, είτε από πολύν εγωισμό, είτε από υπερβολική συστολή, είτε ακόμη και από το σφίξιμο του φόβου, παραμένει διστακτικός, η λύτρωσή του αρχίζει από τη στιγμή που η οικογένειά του του λέει: «Μα εμείς ποτέ δεν πάψαμε να σε αγαπάμε· διώξε τον φόβο, σε αγαπάμε σε τέτοιο σημείο που να πονάμε! Τώρα που γύρισες όλα θα γιατρευτούν». Για κείνον μάλιστα που έχει το δίκιο είναι εύκολο να πει αυτά τα λόγια, πολύ ευκολότερο απ’ όσο για κείνον που έκανε το λάθος· αλλά και διότι η πλευρά που έχει το δίκιο έχει κι αυτή ένα μέρος της ευθύνης για τη ρήξη, για τον καβγά και πρέπει και αυτή να επανορθώσει. Δικό της πρέπει να είναι το πρώτο βήμα προς τη συμφιλίωση. Θυμάμαι έναν άνδρα που κατείχε κάποιο αξίωμα· ήρθε κάποτε να μου πει ότι ένας φίλος του, άνθρωπος με πνευματικά επιτεύγματα όχι μικρά, τον είχε προσβάλει: «Ποιος πρέπει να κάνει το πρώτο βήμα για τη συμφιλίωση», με ρώτησε. «Δεν μπορώ να απαντήσω στην ερώτησή σου», του είπα, «επειδή δεν μπορώ να παίξω τον ρόλο του δικαστή ανάμεσά σας, αλλά ένα πράγμα είναι βέβαιο· όποιος είναι πιο ποταπός, αυτός θα περιμένει τον άλλον να κάνει το πρώτο βήμα». Ο επιφανής άνδρας, χωρίς να πει τίποτε, πήγε και συμφιλιώθηκε με τον φίλο του. Η ματαιοδοξία έκανε αυτό που ούτε η ταπείνωση ούτε η σοφία ούτε ακόμη και η απλή φιλία δεν είχαν μπορέσει να επιτύχουν. Τι λυπηρό… Πόσο διαφορετική ήταν η γενναιόδωρη, γεμάτη αγάπη, δωρεάν συγνώμη που πρόσφερε ο Πατέρας στον Άσωτο γιό του!

Ωστόσο, η συγχώρηση δεν αποτελεί σε καμία περίπτωση το τέλος όλων των προβλημάτων: στη μακρινή, ξένη χώρα της ερημιάς του, ο παραπεταμένος παραβάτης, δεν μπορεί παρά να απέκτησε απωθητικούς για την οικογένειά του και τους φίλους του τρόπους: η μυρωδιά των χοίρων θα είχε για καλά κολλήσει πάνω στο κορμί του άσωτου γιού, και οι συνήθειες της αλλοπρόσαλλης ζωής δεν μπορούν να εξαφανιστούν μέσα σε μια νύχτα· θα πρέπει να τις ξεμάθει σιγά σιγά, ίσως πολύ πολύ αργά· είναι πιθανόν, ίσως αναπόφευκτο να έχει χάσει πολλούς από τους εκλεπτυσμένους τρόπους του αρχικού του περιβάλλοντος· θα πρέπει να τους ξαναβρεί σιγά σιγά. Και η οικογένεια θα μπορέσει να τον επανεντάξει, να τον αναγεννήσει και να τον συγχωρήσει μόνο στον βαθμό που τα μέλη της θα θυμούνται (δεν θα ξεχνούν) τις αδυναμίες του, τα ελαττώματα του χαρακτήρα του, τις κακές συνήθειες που απέκτησε. Να τα θυμούνται χωρίς μνησικακία, χωρίς το αίσθημα της υπεροχής, χωρίς ντροπή, αλλά με τον πόνο που γεννά η συμπάθεια, εκείνη η συμπόνοια που κάνει να «υπερπερισσεύει η χάρη εκεί όπου πλεονάζει η αμαρτία». Με θέληση και αυστηρή αποφασιστικότητα ποτέ ας μην ξεχάσουν από τι πρέπει ο αγαπημένος να προστατευθεί – από τη φυσική του ευθραυστότητα, από την επίκτητη αδυναμία. Διαφορετικά, εκείνος που έχει ανάγκη από την ιαματική και προστατευτική μας βοήθεια θα υποβληθεί σε συντριπτικά ισχυρούς πειρασμούς και θα γίνει το θύμα μιας ατέλειωτης, πικρής αλληλοκατηγορίας. Συγχωρώ και θέτω υπό επιτήρηση είναι δύο πολύ διαφορετικά πράγματα. Συγχωρώ σημαίνει δέχομαι τον άλλον «καθώς ὁ Χριστὸς ἐδέξατο ἡμᾶς», σημαίνει «ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε», όπως Εκείνος βαστάζει τα δικά μας, τα βάρη του θύματος και τα βάρη του ενόχου, αγαπώντας τους μεν με μία αγάπη χαρούμενη, τους δε με μία αγάπη θυσιαστική, με τη χαρά της αυτο-προσφοράς.

Αυτός είναι ο τρόπος του Θεού. Ο Σταυρός Του μαρτυρεί την πίστη Του στο ανθρώπινο γένος και στον κάθε άνθρωπο ξεχωριστά, την ακατάβλητη ελπίδα Του. Έτσι ο θάνατός Του γίνεται ζωή μας και η Ανάστασή Του, η δική μας Αιωνιότητα.

Anthony Bloom, Στο φως της κρίσης του Θεού: Πορεία από το Τριώδιο στην Ανάσταση, 1η έκδοση, εκδ. Εν πλω, Αθήνα, 2009