Menu Close

«Εικόνες» του Θεού

Τιμούμε και σήμερα, όπως κάθε χρόνο στο τέλος της πρώτης εβδομάδας της Μεγάλης Τεσσαρακοστής, τον Θρίαμβο της Ορθοδοξίας.[1] Κάθε χρόνο θα πρέπει να αναλογιζόμαστε τι σημαίνει αυτό, όχι μόνο ως ιστορικό γεγονός, αλλά και για την προσωπική μας ζωή. Πρώτα απ’ όλα πρέπει να θυμόμαστε ότι ο Θρίαμβος της Ορθοδοξίας δεν είναι ο θρίαμβος των Ορθοδόξων επί άλλων ανθρώπων, αλλά ο Θρίαμβος της Θείας Αλήθειας στις καρδιές εκείνων που ανήκουν στην Ορθόδοξη Εκκλησία και που ομολογούν την αποκεκαλυμμένη από τον Θεό Αλήθεια σε όλη την ακεραιότητα και αμεσότητά της.

Σήμερα, ας ευχαριστήσουμε ολόψυχα τον Θεό που μας αποκάλυψε τον Εαυτό Του, που έδιωξε το σκοτάδι από τη διάνοια και την καρδιά αμέτρητων ανθρώπων, που Αυτός ως Αλήθεια μοιράστηκε μαζί μας τη γνώση της.

«Εικόνες» του Θεού

Ευκαιρία γι’ αυτή τη γιορτή έδωσε η αναγνώριση ότι οι Χριστιανοί νομιμοποιούμαστε να προσκυνούμε τις εικόνες. Με την προσκύνηση αυτή ομολογούμε ότι ο Θεός -ο αόρατος, ο απερίγραπτος, ο απερινόητος- όντως ενανθρώπισε, έλαβε σάρκα και έζησε ανάμεσά μας πλήρης ταπεινώσεως και απλότητος αλλά και δόξας. Και ομολογώντας αυτά, προσκυνούμε τις εικόνες όχι ως είδωλα, αλλά διακηρύσσοντας την Ενανθρώπιση ως αληθινή.

Και πάλι όμως δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι τον Θεό δεν τον αποκαλύπτουν οι εικόνες που γίνονται από ξύλο και χρώματα αλλά ο Ίδιος αποκαλύπτει τον εαυτό Του στον κόσμο. Κάθε ένας από μας έχει δημιουργηθεί κατ’ εικόνα του Θεού. Είμαστε όλοι ζωντανές εικόνες Του και αυτό εναποθέτει στους ώμους μας μεγάλη ευθύνη, διότι η εικόνα αυτή μπορεί να μουντζουρωθεί, μπορεί να καταντήσει γελοιογραφία, ακόμη και βλασφημία. Πρέπει να σκεπτόμαστε και να αναρωτιόμαστε: είμαστε άξιοι, είμαστε ικανοί να ονομαζόμαστε «εικόνες» του Θεού; Ένας δυτικός συγγραφέας έλεγε ότι όταν συναντάς ένα Χριστιανό, θα πρέπει να νομίζεις ότι βλέπεις μία οπτασία, μία πρωτοφανή αποκάλυψη, ότι η διαφορά ανάμεσα σ’ ένα Χριστιανό και σ’ έναν μη Χριστιανό είναι τόσο μεγάλη, τόσο ριζική, τόσο εντυπωσιακή, όσο και η διαφορά ανάμεσα σ’ ένα άγαλμα και σ’ ένα ζωντανό άνθρωπο. Ένα άγαλμα μπορεί να είναι όμορφο, αλλά είναι καμωμένο από πέτρα κι από ξύλο, και είναι νεκρό. Ένας άνθρωπος μπορεί να μη δείχνει από την αρχή ότι κατέχει μία τέτοια ομορφιά, αλλά εκείνοι που τον συναντούν θα ’πρεπε να βλέπουν σ’ αυτόν να λάμπει μέσα του η παρουσία του Αγίου Πνεύματος, να βλέπουν τον ίδιο τον θεό να αποκαλύπτεται μέσα από την ταπεινή μορφή του.

Εφόσον δεν μπορούμε να είμαστε κάτι τέτοιο για κείνους που μας περιβάλλουν, έχουμε αποτύχει στο καθήκον μας και δεν ομολογούμε μέσα απ’ τη ζωή μας τον θρίαμβο της Ορθοδοξίας, αλλά τον διαψεύδουμε. Άρα καθένας μας και όλοι συλλογικά φέρουμε όλη την ευθύνη για το γεγονός ότι ο κόσμος, συναναστρεφόμενος εκατομμύρια Χριστιανούς, δεν μεταστρέφεται, καθώς δεν βλέπει την παρουσία του Θεού ανάμεσά τους, μια παρουσία που θα την έφεραν μεν σκεύη γήινα αλλά θα ήταν ένδοξη, αγία, ικανή να μεταμορφώσει τον κόσμο.

Αυτό που ισχύει για μας, απλά και προσωπικά, ισχύει και για τις εκκλησίες μας – τις εκκλησίες που κλήθηκαν από τον Χριστό να είναι καθεμιά τους και μία οικογένεια, μία κοινότητα Χριστιανών, ένα σώμα ανθρώπων που ενώνονται μεταξύ τους με την ολοκληρωτική και θυσιαστική αγάπη, όπως είναι η αγάπη του Θεού προς εμάς. Τις εκκλησίες μας που έχουν κληθεί και εξακολουθούν να καλούνται να γίνουν σώμα ανθρώπων, το χαρακτηριστικό των οποίων είναι να φανερώνουν τη σαρκωμένη αγάπη του Θεού. Αλίμονο, αυτό που βλέπουμε σε όλες μας τις εκκλησίες δεν είναι το θαύμα της Θείας Αγάπης.

Από την αρχή αρχή, δυστυχώς, η Εκκλησία οικοδομήθηκε όπως το Κράτος – ιεραρχικά, στεγνά, τυπικά. Αποτύχαμε να γίνουμε αληθινά σαν την πρώτη κοινότητα των Χριστιανών. Ο Τερτυλιανός, υπερασπιζόμενος τους Χριστιανούς, είπε στον αυτοκράτορα της Ρώμης: «Όταν οι άνθρωποι μας συναντούν, αναφωνούν έκπληκτοι: Κοιτάξτε πώς αγαπιούνται μεταξύ τους!» Για μας δεν θα μπορούσε να λεχθεί κάτι τέτοιο. Και θα πρέπει να ξαναγίνουμε αυτό που ο Θεός θέλησε για μας, αυτό που κάποτε ίσχυε: να ξαναδημιουργήσουμε κοινότητες, εκκλησίες, ενορίες, επισκοπές και πατριαρχεία, ολόκληρη την Εκκλησία με τέτοιο τρόπο ώστε το σύνολο της ζωής Της, η πραγματικότητα της ζωής Της να είναι η Αγάπη. Αλλά, δυστυχώς, αυτό δεν το έχουμε μάθει ακόμη.

Έτσι όταν τιμούμε την εορτή του Θριάμβου της Ορθοδοξίας, θα πρέπει να θυμόμαστε ότι ο Θεός έχει νικήσει, ότι διακηρύσσουμε την αλήθεια, την Θεία Αλήθεια ότι ο Θεός ενσαρκώθηκε και αποκαλύφθηκε, και είναι μεγάλη η ατομική και συλλογική ευθύνη μας σ’ αυτόν τον κόσμο, να μη διαψεύδουμε με τον τρόπο της ζωής μας αυτό που διακηρύσσουμε. Ένας δυτικός θεολόγος έχει πει ότι δεν μπορεί να διαδηλώνουμε όλη την αλήθεια της Ορθοδοξίας και την ίδια στιγμή να την καταστρέφουμε, να την διαψεύδουμε με τον τρόπο της ζωής μας, αποδεικνύοντας με αυτόν ότι όλα αυτά ήταν λόγια και όχι πραγματικότητα. Πρέπει να μετανοήσουμε γι’ αυτό, πρέπει ν’ αλλάξουμε, πρέπει να γίνουμε τέτοιοι ώστε οι άνθρωποι που μας συναντούν να μπορούν να βλέπουν σ’ εμάς, ως άτομα και ως κοινότητες, την αλήθεια του Θεού, το φως του Θεού, την αγάπη του Θεού. Όσο αυτό δεν το επιτυγχάνουμε, δεν συμμετέχουμε στον Θρίαμβο της Ορθοδοξίας. Ο Θεός θριάμβευσε, αλλά μας ανέθεσε να κάνουμε τον δικό Του θρίαμβο θρίαμβο της ζωής για όλο τον κόσμο.

Ας μάθουμε λοιπόν να ζούμε σύμφωνα με το Ευαγγέλιο, το οποίο είναι η Αλήθεια και η Ζωή και ας χτίσουμε κοινωνίες Χριστιανών που να αποκαλύπτουν αυτό ακριβώς το Ευαγγέλιο, ώστε ο κόσμος, βλέποντάς μας, να λέει: «Ας αναμορφώσουμε τους θεσμούς μας, ας αναμορφώσουμε τις σχέσεις μας, ας ανανεώσουμε ό,τι πάλιωσε ή παραμένει παλιό και ας γίνουμε μια νέα κοινωνία στην οποία θα ευημερεί και στην οποία θα θριαμβεύει ο Νόμος και η Ζωή του Θεού».

[1] Ομιλία που εκφωνήθηκε στις 16 Μαρτίου του 1997.

Anthony Bloom, Στο φως της κρίσης του Θεού: Πορεία από το Τριώδιο στην Ανάσταση, 1η έκδοση, εκδ. Εν πλω, Αθήνα, 2009