Menu Close

Η παραβολή της Μελλούσης Κρίσεως

Ο Χριστός είπε,

Ὅταν δὲ ἔλθῃ ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἐν τῇ δόξῃ αὐτοῦ καὶ πάντες οἱ ἅγιοι ἄγγελοι μετ᾿ αὐτοῦ, τότε καθίσει ἐπὶ θρόνου δόξης αὐτοῦ, καὶ συναχθήσεται ἔμπροσθεν αὐτοῦ πάντα τὰ ἔθνη, καὶ ἀφοριεῖ αὐτοὺς ἀπ᾿ ἀλλήλων ὥσπερ ὁ ποιμὴν ἀφορίζει τὰ πρόβατα ἀπὸ τῶν ἐρίφων, καὶ στήσει τὰ μὲν πρόβατα ἐκ δεξιῶν αὐτοῦ, τὰ δὲ ἐρίφια ἐξ εὐωνύμων. τότε ἐρεῖ ὁ βασιλεὺς τοῖς ἐκ δεξιῶν αὐτοῦ· δεῦτε οἱ εὐλογημένοι τοῦ πατρός μου, κληρονομήσατε τὴν ἡτοιμασμένην ὑμῖν βασιλείαν ἀπὸ καταβολῆς κόσμου. ἐπείνασα γάρ, καὶ ἐδώκατέ μοι φαγεῖν, ἐδίψησα, καὶ ἐποτίσατέ με, ξένος ἤμην, καὶ συνηγάγετέ με, γυμνός, καὶ περιεβάλετέ με, ἠσθένησα, καὶ ἐπεσκέψασθέ με, ἐν φυλακῇ ἤμην, καὶ ἤλθετε πρός με. τότε ἀποκριθήσονται αὐτῷ οἱ δίκαιοι λέγοντες· κύριε, πότε σε εἴδομεν πεινῶντα καὶ ἐθρέψαμεν, ἢ διψῶντα καὶ ἐποτίσαμεν; πότε δέ σε εἴδομεν ξένον καὶ συνηγάγομεν, ἢ γυμνὸν καὶ περιεβάλομεν; πότε δέ σε εἴδομεν ἀσθενῆ ἢ ἐν φυλακῇ, καὶ ἤλθομεν πρός σε; καὶ ἀποκριθεὶς ὁ βασιλεὺς ἐρεῖ αὐτοῖς· ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ἐφ᾿ ὅσον ἐποιήσατε ἑνὶ τούτων τῶν ἀδελφῶν μου τῶν ἐλαχίστων, ἐμοὶ ἐποιήσατε. τότε ἐρεῖ καὶ τοῖς ἐξ εὐωνύμων· πορεύεσθε ἀπ᾿ ἐμοῦ οἱ κατηραμένοι εἰς τὸ πῦρ τὸ αἰώνιον τὸ ἡτοιμασμένον τῷ διαβόλῳ καὶ τοῖς ἀγγέλοις αὐτοῦ. ἐπείνασα γάρ, καὶ οὐκ ἐδώκατέ μοι φαγεῖν, ἐδίψησα, καὶ οὐκ ἐποτίσατέ με, ξένος ἤμην, καὶ οὐ συνηγάγετέ με, γυμνός, καὶ οὐ περιεβάλετέ με, ἀσθενὴς καὶ ἐν φυλακῇ, καὶ οὐκ ἐπεσκέψασθέ με. τότε ἀποκριθήσονται αὐτῷ καὶ αὐτοὶ λέγοντες· κύριε, πότε σε εἴδομεν πεινῶντα ἢ διψῶντα ἢ ξένον ἢ γυμνὸν ἢ ἀσθενῆ ἢ ἐν φυλακῇ, καὶ οὐ διηκονήσαμέν σοι; τότε ἀποκριθήσεται αὐτοῖς λέγων· ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ἐφ᾿ ὅσον οὐκ ἐποιήσατε ἑνὶ τούτων τῶν ἐλαχίστων, οὐδὲ ἐμοὶ ἐποιήσατε. καὶ ἀπελεύσονται οὗτοι εἰς κόλασιν αἰώνιον, οἱ δὲ δίκαιοι εἰς ζωὴν αἰώνιον. (Ματθ. 25, 31-46).

παραβολή της Μελλούσης Κρίσεως

«Η Παραβολή της μελλούσης Κρίσεως», όπως είναι γνωστό αυτό το κείμενο από αρχαιοτάτους χρόνους, διαβάζεται μια εβδομάδα πριν από την έναρξη της μεγάλης Τεσσαρακοστής, κατά τη διάρκεια της οποίας η Εκκλησίας μας καλεί να εξετάσουμε τον εαυτό μας, τη συνείδηση και τη ζωή μας με γνώμονα ολόκληρο το χριστιανικό Ευαγγέλιο, δηλ. τη διδασκαλία του Χριστού, και να επιστρέψουμε όσο το δυνατό περισσότερο στα σημαντικότερα, στην καρδιά αυτής της διδασκαλίας. Πολλοί άνθρωποι συχνά θεωρούν πως η σπουδαιότερη πλευρά της θρησκείας είναι οι τελετουργίες και τα έθιμα, η ομορφιά των ακολουθιών, η δυνατότητα συνάντησης με την ιερότητα, το ουράνιο και το θείο. Η παραβολή όμως του Χριστού για τη Μέλλουσα Κρίση αποκαλύπτει πως όλα αυτά, αν δε βασίζονται στην αγάπη και αν δεν κατευθύνονται προς την αγάπη, κάνουν τη θρησκεία άκαρπη, αχρείαστη, κενή και πεθαμένη.

Τελικά, η αγάπη θα είναι ο κριτής. Όχι βέβαια η αφηρημένη αγάπη γενικά για την ανθρωπότητα, αλλά η αγάπη για κάποιον ζωντανό και συγκεκριμένο άνθρωπο. Σήμερα, η Χριστιανική αγάπη έχει φοβερά διαστραφεί από μια κοινωνία, η οποία, στο όνομα της αγάπης για μια αφηρημένη ανθρωπότητα, δε μας καλεί να αγαπάμε, αλλά να διώκουμε τους άλλους, μας διατάζει να τους θεωρούμε ως εχθρούς, ώστε ακόμη και το έλεος και η συμπάθεια προς αυτούς να θεωρείται έγκλημα. Στην παραβολή όμως της μελλούσης κρίσεως ο Χριστός λέει στην πραγματικότητα, «τα όνειρα για την ευτυχία μιας αφηρημένης ανθρωπότητας όχι μόνο θα παραμείνουν όνειρα, αλλά θα μετατραπούν σε εφιάλτες μίσους και κτηνωδίας αν η αγάπη και η φροντίδα μας δεν απευθύνονται κατ’ αρχάς σε συγκεκριμένους ανθρώπους, όχι θεωρητικά, αλλά με τον πιο συγκεκριμένο δυνατό τρόπο». Ο Χριστός λέει, «ἐπείνασα…, ἐδίψησα…, ἠσθένησα…, ἐν φυλακῇ ἤμην…,». Τι άλλο μπορεί αυτό να σημαίνει, αν όχι ότι ο Χριστός άπαξ δια παντός ταυτίστηκε με τον κάθε άνθρωπο· και γι’ αυτό η χριστιανική αγάπη είναι εξ ορισμού «η αδύνατη δυνατότητα» του να βλέπεις, να αναγνωρίζεις, να συναντάς το Χριστό σε κάθε άνθρωπο. Δε μας έχει ζητηθεί να αμφισβητούμε και να αναλύουμε το αν κάποιος αξίζει τη βοήθειά μας ή πρέπει να κερδίσει το ενδιαφέρον μας. Δε μας έχει υποδειχθεί να ανακαλύπτουμε πρώτα γιατί κάποιος είναι στη φυλακή ή είναι πεινασμένος και γυμνός. Έχουμε απλώς την εντολή να τον πλησιάσουμε με αγάπη, και μόνο με αγάπη, χωρίς να αναρωτιόμαστε για τα προσόντα, την αξία, τις γνώμες των άλλων, να συναντήσουμε τον άνθρωπο που έστειλε ο Θεός στη ζωή μας, στη δική μου ζωή…

Ξανά και ξανά φθάνουμε στο σημείο να αναγνωρίζουμε πως το ουσιαστικότερο και πλέον χαρμόσυνο μυστήριο του Χριστιανισμού είναι το μυστήριο του προσώπου, αυτό που καθιστά τον κάθε άνθρωπο τόσο ανεκτίμητο για το Θεό, αυτό που μπορούμε και πρέπει να αγαπούμε στον άλλο. Αυτό ακριβώς το μυστήριο έχει απορρίψει ο κόσμος και οι κυρίαρχες ιδεολογίες του. Για τον κόσμο ο άνθρωπος ορίζεται από τα εξωτερικά χαρακτηριστικά του: τάξη, φυλή, εθνικότητα, χρηστική αξία, τι προσφέρει στη χώρα, ή αντίθετα από τα λάθη και τα εγκλήματά του. Ο λαός μου σε αντίθεση με τους ξένους, οι σύμμαχοι σε αντίθεση με τους εχθρούς, εμείς σε αντίθεση μ’ αυτούς κ.λπ. Φαίνεται πως οι πάντες μιλούν για απελευθέρωση της ανθρώπινης κοινωνίας, για την ευτυχία του κόσμου, για συνταγές προς την ανθρωπότητα, και αγώνα για μια φωτεινή, ευτυχισμένη και ελεύθερη ζωή. Στην πραγματικότητα όμως, όλοι ενώνονται εναντίον κάποιου άλλου, και το κάθετι κινείται από το φόβο, την καχυποψία και το μίσος. Αυτό δε θα συμβαίνει μέχρις ότου οι άνθρωποι καταλάβουν πως το να αγαπάς και να υπηρετείς την ανθρωπότητα γενικά, δεν είναι μόνο αυταπάτη· είναι και ακατόρθωτο, αν αυτή η αγάπη δε ριζώνει στην αγάπη για το πρόσωπο, για κάθε άνθρωπο, αν δεν υπάρξει μια αγάπη που να ξεπερνά κάθε επίγειο, «ανθρώπινο, μα τόσο ανθρώπινο» πρότυπο και κατηγορία που χρησιμοποιούμε για να κατατάξουμε και να εκτιμήσουμε τους ανθρώπους.

Όλα αυτά κρίθηκαν άπαξ δια παντός απ’ Αυτόν που είπε, και συνεχίζει και λέει, εκ μέρους κάθε προσώπου: «ἐν φυλακῇ ἤμην…». Αυτό το «ἤμην» αρκεί σε μας για να γνωρίζουμε πως κάθε πρόσωπο είναι ένας αδελφός ή μια αδελφή, πως κάθε πρόσωπο είναι το αντικείμενο της αποκάλυψης και της αγάπης του Θεού, και πως το κάθε πρόσωπο μου έχει δοθεί ως δυνατότητα εκπλήρωσης του ίδιου του εαυτού μου μέσα από τη θεία, αναζωογονητική και λυτρωτική αγάπη.

π. Αλέξανδρος Σμέμαν, Εορτολόγιο – Ετήσιος εκκλησιαστικός κύκλος, Ακρίτας, Αθήνα 2005