Menu Close

Η Βάπτιση του Χριστού

Το νερό

Το νερό δε σημαίνει και πολλά για μας σήμερα. Είναι μια από τις ουσιαστικές ανέσεις της ζωής, προσιτό, αυτόματο, φτηνό. Ανοίγεις τη βρύση, και νάτο… Για χιλιάδες χρόνια όμως το νερό αποτέλεσε ένα πρωταρχικό θρησκευτικό σύμβολο, και για να καταλάβουμε το λόγο, πρέπει να ξαναβρούμε τη σχεδόν εντελώς εξαφανισμένη αίσθησή μας για τον κόσμο.

Για τους λαούς του αρχαίου κόσμου το νερό αποτελούσε σύμβολο της ίδιας της ζωής, και του κόσμου ως ζωή… Πράγματι το νερό είναι προϋπόθεση της ζωής. Μπορούμε να ζήσουμε χωρίς τροφή για μεγάλο χρόνο, αλλά χωρίς νερό ο άνθρωπος πεθαίνει πολύ γρήγορα έτσι ώστε να μπορούμε να πούμε πως οι άνθρωποι είναι εκ φύσεως διψώντα όντα. Χωρίς νερό είναι αδύνατη η καθαριότητα, έτσι το νερό είναι και σύμβολο καθαρότητας και αγνότητας. Το νερό ως ζωή και αγνότητα, αλλά και ομορφιά, ενέργεια και δύναμη, καθώς το βλέπουμε να καθρεφτίζει και, κατά κάποιο τρόπο, να απορροφά τον απεριόριστο γαλάζιο ουρανό. Όλα αυτά περιγράφουν την αντίληψη και την εμπειρία που έχει ο άνθρωπος για το νερό και που το έχει τοποθετήσει στο κέντρο του θρησκευτικού συμβολισμού.

Επισκεφθείτε μια εκκλησία την παραμονή των Θεοφανείων όπου τελείται ο «Μεγάλος Αγιασμός». Ακούστε τα λόγια των ευχών και των ύμνων, προσέξτε το τελετουργικό, και θα αισθανθείτε πως συμβαίνει εδώ κάτι περισσότερο από μια αρχαία τελετή: έχει κάτι να πει σε μας σήμερα, όπως ακριβώς είχε και χίλια χρόνια πριν, για την ζωή μας όσο και για την συνεχή και ασίγαστη δίψα μας για κάθαρση, αναγέννηση, ανανέωση… Σ’ αυτή την τελετή το νερό γίνεται αυτό που ήταν τις πρώτες μέρες της Δημιουργίας, όταν «ἡ γῆ ἦν ἀόρατος καὶ ἀκατασκεύαστος, καὶ σκότος ἐπάνω τῆς ἀβύσσου, καὶ πνεῦμα Θεοῦ ἐπεφέρετο ἐπάνω τοῦ ὕδατος» (Γεν. 1,2). Τα λόγια της ακολουθίας το απηχούν δοξαστικά και ευχαριστιακά: «Μέγας εἶ, Κύριε, καὶ θαυμαστὰ τὰ ἔργα Σου, καὶ οὐδεὶς λόγος ἐξαρκέσει πρὸς ὕμνον τῶν θαυμασίων Σου…». Ακόμη μια φορά ένα ξεκίνημα. Ακόμη μια φορά η ανθρωπότητα στέκεται μπροστά στο μυστήριο της ύπαρξης. Για άλλη μια φορά βιώνουμε τον κόσμο χαρμόσυνα, και βλέπουμε την ομορφιά και την αρμονία του ως δώρο του Θεού. Για άλλη μια φορά ευχαριστούμε. Και σ’ αυτή την ευχαριστία, δοξολογία και χαρά, για άλλη μια φορά γινόμαστε γνήσιοι άνθρωποι.

Βάπτιση

Η χαρά των Θεοφανείων βρίσκεται στην αποκατάσταση της κοσμολογικής εμπειρίας που έχουμε για τον κόσμο, στην ανάκτηση της πίστης πως τα πάντα και οι πάντες μπορούν να καθαριστούν, να εξαγνιστούν, να ανανεωθούν, να αναγεννηθούν, και αυτό ανεξάρτητα από το πόσο βρώμικη και σκεπασμένη με λάσπη έχει γίνει η ζωή μας, άσχετα μέσα σε ποιον βούρκο έχουμε κυλιστεί, έχουμε πάντα την δυνατότητα εισόδου σ’ ένα εξαγνιστικό ρεύμα ζωηφόρου ύδατος, επειδή η δίψα της ανθρωπότητας για τον ουρανό, το καλό, την τελειότητα και την ομορφιά δεν έχει πεθάνει, ούτε μπορεί ποτέ να πεθάνει. Πράγματι μόνο αυτή η δίψα μας κάνει ανθρώπους. «Μέγας εἶ, Κύριε, καὶ θαυμαστὰ τὰ ἔργα Σου, καὶ οὐδεὶς λόγος ἐξαρκέσει πρὸς ὕμνον τῶν θαυμασίων Σου …». Ποιός είπε πως ο Χριστιανισμός είναι καταθλιπτικός και ζοφερός, νοσηρός και θλιβερός, πως οδηγεί τους ανθρώπους μακριά από την ζωή; Κοιτάξτε τα πρόσωπα των πιστών εκείνη την νύχτα, και δείτε το φως και την χαρά που εκπέμπουν καθώς ακούγεται ο Ψαλμός να βροντοφωνεί τη δοξολογία, «Φωνὴ Κυρίου ἐπὶ τῶν ὑδάτων» (Ψαλμ. 28,3), καθώς βλέπουν τον ιερέα να ραντίζει με αγιασμό ολόκληρη την εκκλησία, και αυτές τις λαμπερές σταγόνες να ταξιδεύουν σε κάθε σημείο του κόσμου, καθιστώντας τον για άλλη μια φορά δυνατότητα και επαγγελία, πρωταρχικό υλικό για το μυστηριώδες θαύμα του μετασχηματισμού και της μεταμόρφωσης. Ο ίδιος Θεός εισήλθε σ’ αυτό το νερό «σχήματι ἀνθρώπου»· ενώθηκε όχι μόνο με τον άνθρωπο, αλλά με όλη την ύλη, και μεταμόρφωσε τα πάντα σ’ ένα ακτινοβόλο, φωτοφόρο ρεύμα που κυλά προς τη ζωή και τη χαρά.

Τίποτε όμως απ’ όλα αυτά δεν μπορεί να βιωθεί και να κατανοηθεί δίχως μετάνοια, χωρίς την βαθιά μεταβολή της συνείδησης, χωρίς την μεταστροφή του νου και της καρδιάς, χωρίς την ικανότητα να ιδωθούν τα πάντα υπό νέο φως. Αυτή ήταν ακριβώς η μετάνοια που δίδασκε ο Ιωάννης ο Βαπτιστής και που τον κατέστησε ικανό να δει τον Ιησού να προσεγγίζει τον ποταμό Ιορδάνη, και να τον δέχεται με αγάπη ως τον ίδιο το Θεό, ο οποίος από την αρχή την αιώνων αγάπησε το ανθρώπινο γένος και δημιούργησε για χάρη μας ολόκληρο τον κόσμο ως εικόνα της αγάπης Του, της αιωνιότητας και της χαράς.

Ο Ιησούς στον Ιορδάνη

Ο Ευαγγελιστής Μάρκος περιγράφει ως εξής τη βάπτιση του Χριστού:

Ἐγένετο Ἰωάννης βαπτίζων ἐν τῇ ἐρήμῳ καὶ κηρύσσων βάπτισμα μετανοίας εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν, καὶ ἐξεπορεύετο πρὸς αὐτὸν πᾶσα ἡ Ἰουδαία χώρα καὶ οἱ Ἱεροσολυμῖται, καὶ ἐβαπτίζοντο πάντες ἐν τῷ Ἰορδάνῃ ποταμῷ ὑπ᾿ αὐτοῦ ἐξομολογούμενοι τὰς ἁμαρτίας αὐτῶν. ἦν δὲ ὁ ᾿Ιωάννης ἐνδεδυμένος τρίχας καμήλου καὶ ζώνην δερματίνην περὶ τὴν ὀσφὺν αὐτοῦ, καὶ ἐσθίων ἀκρίδας καὶ μέλι ἄγριον. καὶ ἐκήρυσσε λέγων· ἔρχεται ὁ ἰσχυρότερός μου ὀπίσω μου, οὗ οὐκ εἰμὶ ἱκανὸς κύψας λῦσαι τὸν ἱμάντα τῶν ὑποδημάτων αὐτοῦ. ἐγὼ μὲν ἐβάπτισα ὑμᾶς ἐν ὕδατι, αὐτὸς δὲ βαπτίσει ὑμᾶς ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ.

Καὶ ἐγένετο ἐν ἐκείναις ταῖς ἡμέραις ἦλθεν ὁ Ἰησοῦς ἀπὸ Ναζαρὲτ τῆς Γαλιλαίας καὶ ἐβαπτίσθη ὑπὸ Ἰωάννου εἰς τὸν Ἰορδάνην, καὶ εὐθέως ἀναβαίνων ἀπὸ τοῦ ὕδατος εἶδε σχιζομένους τοὺς οὐρανοὺς καὶ τὸ Πνεῦμα ὡς περιστερὰν καταβαῖνον ἐπ᾿ αὐτόν· καὶ φωνὴ ἐγένετο ἐκ τῶν οὐρανῶν· σὺ εἶ ὁ υἱός μου ὁ ἀγαπητός, ἐν σοὶ ηὐδόκησα. (Μάρκ. 1, 4-11).

Όπως μπορούμε να διαπιστώσουμε, ο Ιωάννης όχι μόνο καλούσε τους ανθρώπους να μετανοήσουν, αλλά ισχυριζόταν επίσης πως η διδασκαλία του αποτελούσε προετοιμασία του δρόμου για κάποιον άλλο δυνατότερό του, γι’ Αυτόν που δε θα βάπτιζε μόνο με νερό αλλά με το άγιο Πνεύμα. Όταν αυτός ο «ἰσχυρότερός μου», όπως τον αποκαλεί ο Ιωάννης, ήρθε στον Ιορδάνη για να βαπτιστεί κι αυτός από τον Ιωάννη, η στιγμή συνοδεύτηκε από μυστηριώδη γεγονότα που επιβεβαίωσαν την αλήθεια της προφητείας του Ιωάννη, και ήταν σαν να έλεγε «μάλιστα, αυτός είναι εκείνος, τον ερχομό του οποίου σας προανήγγειλα». Αυτή η σύντομη ευαγγελική ιστορία συγκεντρώνει πολλά θέματα και νήματα και τα υφαίνει όλα μαζί σ’ ένα αδιάσπαστο όλο.

Πρώτο θέμα είναι ο Ιωάννης και το κήρυγμα μετανοίας και βαπτίσματος. Ο Ιωάννης ανήκει σ’ αυτή την τάξη των πνευματικών ανθρώπων που η κλήση τους είναι να αποκαλύψουν σε μια συγκεκριμένη κοινωνία και σε μια συγκεκριμένη ιστορική στιγμή την αδικία, τα ψέματα και το κακό που δηλητηριάζει αυτή την κοινωνία. Αποστολή έχει να προκαλέσει μια πνευματική και ηθική κρίση που να εξαναγκάσει τους ανθρώπους να εξετάσουν το κακό, να τρομοκρατηθούν, και έτσι να επιθυμήσουν την απελευθέρωση. Το βάπτισμα είναι ακριβώς το σημείο της απελευθέρωσης, μια θεμελιακή μεταβολή της ζωής, καθώς ο άνθρωπος καταδύεται στο νερό, που είναι σύμβολο της ζωής και ταυτόχρονα πηγή της ζωής, και σύμβολο καθαρμού και αναγεννητικής δύναμης. Μπορούμε συνεπώς να συμπεράνουμε από την ευαγγελική διήγηση πως η εμφάνιση του Χριστού και η αρχή του κηρύγματός Του συνέπεσαν με την πνευματική και ηθική κρίση της κοινωνίας, μια κρίση που υποδαύλιζε τη μετάνοια και τη δίψα για ανανέωση.

Στενή σχέση μ’ αυτήν την ηθική κρίση είχε και το αίσθημα προσδοκίας που υπήρχε για κάποιο εξαιρετικό γεγονός, καθώς και ο ερχομός κάποιου που θα εκπλήρωνε και θα ολοκλήρωνε το έργο του Ιωάννη, μεταμορφώνοντας το βάπτισμά του σε μυστικό βάπτισμα του αγίου Πνεύματος.

Η προσδοκία λοιπόν είναι το δεύτερο νήμα που διατρέχει την ευαγγελική ιστορία και γνωρίζουμε από τους άλλους ευαγγελιστές πως κέντρο της ήταν ο ερχομός του Χριστού, δηλ. του Σωτήρα που είχε «ἐπαγγείλει» ο Θεός και είχαν προείπει οι προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης. Ο απόστολος Λουκάς π.χ. μιλάει άμεσα γι’ αυτό: «Προσδοκῶντος δὲ τοῦ λαοῦ καὶ διαλογιζομένων πάντων ἐν ταῖς καρδίαις αὐτῶν περὶ τοῦ Ἰωάννου, μήποτε αὐτὸς εἴη ὁ Χριστός…» (Λουκ. 3, 15). Έτσι ο ερχομός του Ιησού Χριστού στον Ιωάννη, στον Ιορδάνη, ήταν η εμφάνιση του «ἐπηγγελμένου» και «προοραθέντος», η ολοκλήρωση και εκπλήρωση όλων των προφητειών που αφορούσαν τον Σωτήρα. Ο ευαγγελιστής Ματθαίος επιβεβαιώνει αυτή την εκπλήρωση: «ὁ δὲ Ἰωάννης διεκώλυεν αὐτὸν λέγων· ἐγὼ χρείαν ἔχω ὑπὸ σοῦ βαπτισθῆναι, καὶ σὺ ἔρχῃ πρός με; ἀποκριθεὶς δὲ ὁ ᾿Ιησοῦς εἶπε πρὸς αὐτόν· ἄφες ἄρτι· οὕτω γὰρ πρέπον ἐστὶν ἡμῖν πληρῶσαι πᾶσαν δικαιοσύνην…» (Ματθ. 3, 14-15).

Το τρίτο νήμα είναι η βάπτιση του Χριστού, η κατάδυσή Του στα νερά του Ιορδάνη από τον Ιωάννη. Αν όμως Αυτός είναι ο Σωτήρας, γιατί χρειάζεται να βαπτισθεί; Δεν είναι το βάπτισμα σύμβολο μετανοίας και εξαγνισμού; Όταν όμως ο Ιωάννης εκφράζει αυτές τις αμφιβολίες, ο Ιησούς απαντά με τη σταθερή απαίτηση να βαπτισθεί, και ο Ιωάννης συναινεί. Για αιώνες τώρα η Εκκλησία θεολογεί πάνω σ’ αυτή την κάθοδο, στην αυτοκένωση Αυτού που αναγνωρίζει ως Σωτήρα και Θεό, θεολογεί πάνω στο νόημα της συγκατάβασής Του για τον κόσμο, το ανθρώπινο γένος και για τον καθένα από μας.

Το τέταρτο και τελευταίο νήμα αρχίζει ακριβώς μετά τη βάπτιση, με τη σκοτεινή, μεταφορική περιγραφή ενός περιστεριού που μυστηριωδώς εμφανίζεται πάνω στο Χριστό καθώς Αυτός εξέρχεται από το νερό, τη φωνή από τον ουρανό, και τα λόγια: «καὶ ἰδοὺ ἀνεῴχθησαν αὐτῷ οἱ οὐρανοί» (Ματθ. 3, 16).

Βλέπουμε πως όχι ένα, αλλά τέσσερα τουλάχιστον θέματα, τέσσερις διαστάσεις του ευαγγελικού γεγονότος ενώνονται σ’ αυτή τη χαρμόσυνη εορτή της βάπτισης του Κυρίου. Θα τα δούμε όλα αυτά αναλυτικότερα στις επόμενες παραγράφους.

Αὐτὸς τὰς ἀσθενείας ἡμῶν ἔλαβε

Γιατί ο Ιησούς, ο Υιός του Θεού, που ήρθε στον κόσμο να θεραπεύσει την αμαρτία με την αναμαρτησία Του και να οδηγήσει τους ανθρώπους σε κοινωνία με τη θεία ζωή, επιθύμησε και απαίτησε να βαπτισθεί από τον Ιωάννη; Γνωρίζουμε από το ευαγγέλιο πως το ίδιο ερώτημα βρισκόταν στο κέντρο της καρδιάς του Ιωάννη. «Ἐγὼ χρείαν ἔχω ὑπὸ σοῦ βαπτισθῆναι, καὶ σὺ ἔρχῃ πρός με;» (Ματθ. 3, 14). Η απάντηση της Εκκλησίας είναι η εξής:

Ο Χριστός δεχόμενος το βάπτισμα, ταυτίζεται με τους ανθρώπους, με όλους τους αμαρτωλούς ανεξαιρέτως. Ταυτίζεται με κάθε αμαρτωλό που χρειάζεται συγχώρηση, σωτηρία και αναγέννηση… Ταυτίζεται με όλους και με τον καθένα μας. Με το βάπτισμά Του δείχνει πως δεν ήρθε για να κρίνει ή να καταδικάσει, ούτε για να φέρει αντικειμενικούς νόμους και κανόνες, από το ύψος της τελειότητας και θεότητάς Του, αλλά για να ενωθεί μαζί μας έτσι, ώστε γινόμενος ένας από μας να μας καταστήσει μετόχους της τέλειας και αναμάρτητης ζωής Του. Ο Ιωάννης ο Βαπτιστής έλεγε γι’ Αυτόν, «ἴδε ὁ ἀμνὸς τοῦ Θεοῦ ὁ αἴρων τὴν ἁμαρτίαν τοῦ κόσμου!» ( Ἰωάν. 1, 29). Ο Χριστός εισήλθε στον κόσμο μας ως παιδί, και με τη γέννησή Του ανέλαβε και οικειώθηκε την ανθρώπινη φύση. Ο Υιός του Θεού έγινε Υιός του Ανθρώπου. Και το έκανε αυτό όχι για τους δικαίους, αλλά για τους αμαρτωλούς, για τους απολωλότες. Τους αγαπά με θυσιαστική αγάπη, τους προσφέρει τον Εαυτό Του και ολόκληρη τη ζωή Του. Εδώ στο βάπτισμα του Ιωάννου, Αυτός, ο αναμάρτητος ενώνεται μ’ εμάς τους αμαρτωλούς· Αυτός, ο Σωτήρας, ενώνεται με τους χαμένους, επειδή δεν υπάρχει καμιά αμαρτία που μπορεί να υπερβεί την αγάπη του Θεού για μας. Με το βάπτισμά Του ενώνεται με τη ζωή των αμαρτωλών ανθρώπων, όπως ακριβώς αργότερα, στο τέλος Αυτός, ο αθάνατος, ενώνεται επίσης ελεύθερα με τους ανθρώπους στο θάνατο. Όλα αυτά μαρτυρούν πως ο Χριστός επιθυμεί να μας σώσει με την αγάπη· αγάπη όμως πάνω από όλα σημαίνει ένωση μ’ αυτόν που αγαπάς. Σύμφωνα με τον προφήτη Ησαία, «οὗτος τὰς ἁμαρτίας ἡμῶν φέρει καὶ περὶ ἡμῶν ὀδυνᾶται… τῷ μώλωπι αὐτοῦ ἡμεῖς ἰάθημεν» ( Ἠσ. 53, 4-5).

Υπάρχει ωστόσο κι ένα δεύτερο ακόμη βαθύτερο και πιο χαρούμενο νόημα στο βάπτισμα του Κυρίου και Σωτήρος στα νερά του Ιορδάνη. Μετά την ακολουθία των Θεοφανείων οι πιστοί αφήνουν την εκκλησία και πηγαίνουν να αγιάσουν τα ύδατα. Τα θριαμβικά και δοξαστικά λόγια του ψαλμού αντηχούν: «Φωνὴ Κυρίου ἐπὶ τῶν ὑδάτων» (Ψαλμ. 28, 3), και μας φανερώνεται το νόημα και η σημασία του νερού ως εικόνα της ζωής, ως εικόνα του κόσμου και όλης της δημιουργίας. Και αυτός που κατέρχεται στο νερό, που καταδύεται στο νερό, που ενώνεται μαζί του ερχόμενος στον κόσμο για τη σωτηρία και αναγέννησή του, αυτός είναι ο Θεός. Ο κόσμος αποκομμένος από το Θεό, Τον ξέχασε, σταμάτησε να Τον βλέπει, και καταδύθηκε στην αμαρτία, στο σκοτάδι και στο θάνατο. Ο Θεός όμως δεν ξέχασε τον κόσμο. Εδώ στο βάπτισμά Του, ο Θεός μας επιστρέφει τον κόσμο, να λάμπει από τη δόξα των αστέρων και την ομορφιά που είχε την πρώτη ημέρα της δημιουργίας. «Ἐάν τις διψᾷ, ἐρχέσθω πρός με καὶ πινέτω. ὁ πιστεύων εἰς ἐμέ… ποταμοὶ ἐκ τῆς κοιλίας αὐτοῦ ρεύσουσιν ὕδατος ζῶντος» (Ἰωάν. 7, 37-38). Το καθετί σ’ αυτόν τον κόσμο, μαζί και η ύλη, η ίδια η ουσία του, για άλλη μια φορά γίνεται δρόμος για το Θεό, κοινωνία μαζί Του, ανάπτυξη μέσα στην πλησμονή της αιώνιας ζωής. Αυτό που γιορτάζουμε τη χαρμόσυνη και λαμπρή ημέρα των Θεοφανείων είναι ο ερχομός του Θεού στη δημιουργία Του. «καὶ ἰδοὺ ἀνεώχθησαν αὐτῷ οἱ οὐρανοί» (Ματθ. 3, 16). Δε γνωρίζουμε τι ακριβώς ένιωσε ο Ιωάννης όταν τα χέρια του ακούμπησαν το Σωτήρα, ή πώς είδε τους ουρανούς να ανοίγουν, ή πώς άκουσε τη φωνή. Η στιγμή αυτή όμως ήταν αναμφίβολα γι’ αυτόν μια στιγμή εκτυφλωτικού φωτός, όταν τα πάντα άστραψαν και πήραν φωτιά με τη χαρά της αρχικής ομορφιάς της δημιουργίας, καθώς ο κόσμος για άλλη μια φορά αποκαλύφθηκε ως κόσμος του Θεού, εξαγνισμένος, καθαρός, αναγεννημένος, πλήρης δόξας και ευχαριστίας.

«Ο Χριστός ήρθε για να ανακαινίσει όλη την κτίση». Γιορτάζουμε την ανακαίνιση όταν βλέπουμε τον ιερέα να ραντίζει την εκκλησία, εμάς, τα σπίτια μας, τη φύση και όλο τον κόσμο με το καινούριο, το άγιο, το θεϊκό νερό· και όταν βλέπουμε τους ανθρώπους να στριμώχνονται για να μετάσχουν σ’ αυτό το «ζῶν ὕδωρ» που ρέει στην αιώνια ζωή. Έτσι όποιος διψά, ας έρθει σ’ Αυτόν για να λάβει το δώρο του «ζῶντος ὕδατος», το δώρο της νέας ζωής, καθαρός και αναγεννημένος.

π. Αλέξανδρος Σμέμαν, Εορτολόγιο – Ετήσιος εκκλησιαστικός κύκλος, Ακρίτας, Αθήνα 2005