Menu Close

Διήγησις περὶ τοῦ Εὐαγγελισμοῦ

Ἀκολούθως, μετὰ τὴν παρέλευσιν ἓξ μηνῶν ἀπὸ τῆς συλλήψεως τῆς Ἐλισάβετ, ὁ ἀρχάγγελος Γαβριὴλ ἐστάλη παρὰ Θεοῦ εἰς τὴν πόλιν Ναζαρέτ, εἰς τὴν οἰκίαν τοῦ Ἰωσὴφ καὶ εὐηγγελίσθη εἰς τὴν Παρθένον Μαρίαν αὐτὴν τὴν ὄντως καλὴν ἀγγελίαν, τὴν ἔνδοξον καὶ θαυμαστήν, τὴν ἀνέκφραστον καὶ ἀκατάληπτον, τὸ κεφάλαιον καὶ θεμέλιον ὅλων τῶν ἀγαθῶν. Εἰς ποίαν δὲ ὥραν καὶ κατὰ ποίαν τάξιν καὶ εἰς ποῖον τόπον ἔλαβε χῶραν ὁ Εὐαγγελισμός;

περὶ τοῦ Εὐαγγελισμοῦ

Ἡ Παρθένος εὑρίσκετο ἤδη ἐν νηστείᾳ, προσευχομένη ὀρθία πλησίον τῆς πηγῆς, ἀφοῦ ἄλλωστε ἐπρόκειτο νὰ συλλάβη τὴν πηγὴν τῆς ζωῆς. Ἦταν ὁ πρῶτος μήνας, αὐτὸς κατὰ τὸν ὁποῖον ὁ Θεὸς ἐδημιούργησε τὸν κόσμον ὁλόκληρον, πράγμα μὲ τὸ ὁποῖο ἤθελε νὰ μᾶς ἐπισημάνη ὅτι τώρα ἀναπλάττει ἐκ νέου τὸν γηρασμένον κόσμον. Ἦταν ἡ πρώτη ἡμέρα τῆς ἑβδομάδος, ἡ Κυριακή, κατὰ τὴν ὁποίαν κατήργησε τὸ ἀρχαῖον σκότος καὶ ἐδημιούργησε τὸ πρωτότοκον φῶς, αὐτὴ κατὰ τὴν ὁποίαν θὰ ἐλάμβανε χῶραν καὶ ἡ ἔνδοξος Ἀνάστασις τοῦ Βασιλέως καὶ Υἱοῦ τῆς Θεόπαιδος ἐκ τοῦ μνήματος καὶ συγχρόνως ἡ ἀνάστασις τῆς ἰδικῆς μας φύσεως· καὶ δὲν ἦταν μόνον ἡ πρώτη ἡμέρα ἀλλ’ ἐπίσης καὶ ἡ πρώτη ὥρα, σύμφωνα μὲ τὸν λόγον τοῦ Προφήτου: «καὶ βοηθήσει αὐτῇ Θεὸς τῷ προσπρωῒ πρωί» (Ψαλμ. με΄ (45), 6).

Πόσον θαυμαστοὶ ἦσαν λοιπὸν οἱ λόγοι τοῦ ἀρχαγγέλου καὶ πλήρεις μυστηρίου! «Χαῖρε, Κεχαριτωμένη» (Λουκ. α΄, 28 κ.ἑξ.)·τὸ «χαῖρε» ἐλέχθη γιὰ νὰ ἀναιρέση τὴν παλαιὰν ἐκείνην λύπην καὶ τὴν συμφορὰν τῆς πτώσεως, καθὼς ἐπίσης καὶ νὰ σημάνη τὴν νέαν Χάριν, ἡ ὁποία ἐδόθη τώρα εἰς τοὺς ἀνθρώπους πρὸς θεογνωσίαν.

Τὸ δὲ «Κεχαριτωμένη» ἐλέχθη ἐξ αἰτίας τοῦ πλούτου τῶν ἀρετῶν τῆς Παρθένου καὶ τῶν χαρίτων τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, οἱ ὁποῖες ἐπῆλθαν εἰς αὐτήν. Καὶ ἡ προίκα ποὺ εἶχε ἐπιφυλαχθῆ γι’ αὐτὴν ἦταν μία καὶ μοναδική: ἡ ἐγγύησις τοῦ ἀθανάτου Νυμφίου καὶ ἡ λύσις τῆς πρώτης κατάρας ἡ ὁποία μᾶς εἶχε προκληθῆ ἀπὸ τὴν ἀνυπακοὴν καὶ τὴν πλάνην τῆς προμήτορος· τώρα τὴν θέσιν τῆς λύπης καὶ τῆς ἀγωνίας κατέλαβε τὸ δῶρον τῆς αἰωνίου χαρᾶς καὶ ἡ νέα ἀποκάλυψις τοῦ παμπλούτου καὶ ἀνυμφεύτου Νυμφίου.

Τὰ δύο αὐτὰ πράγματα διεκήρυξε μὲ τὸν χαιρετισμόν του ὁ ἀρχάγγελος. Καὶ προσέθεσε: «ὁ Κύριος μετὰ σοῦ!». Ἰδικός της, λοιπόν, ὅλος ὁ πλοῦτος τοῦ Βασιλέως· τοιαύτη ἡ ἐκπλήρωσις τῆς ὑποσχέσεως, ὁ ἴδιος ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ, ὁ Λόγος ὁ ὑπὲρ λόγον, αὐτὸς εἰσῆλθε εἰς τὴν κοιλίαν τῆς Παρθένου Μαρίας. Ἡ ἀνθρωπίνη φύσις ἡνώθη μετ’ αὐτοῦ ὄχι διὰ σπέρματος, ἀλλὰ διὰ τῆς δυνάμεως τοῦ Ὑψίστου καὶ τῆς ἐπελεύσεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἦταν ὁ ἴδιος αὐτὸς ὁ ὁποῖος ἥνωσε καὶ ἡνώθη, ὁ ἑνοποιὸς τῶν δύο φύσεων εἰς μίαν ὑπόστασιν, ὁ ὁποῖος καὶ ἑνώνεται κατὰ Χάριν μὲ τὴν ἀνθρωπίνην φύσιν. Ὁ ἴδιος ἔκτισε τὸν ναὸν τῆς σαρκός του, καθὼς αὐτὸς ηὐδόκησε.

Αὐτό, λοιπόν, δηλώνουν οἱ λόγοι: «Ὁ Κύριος μετὰ σοῦ!». Αὐτὸς ἦταν ποὺ ἔλυσε καὶ κατήργησε τὴν πρώτην κατάραν ἡ ὁποία εἶχε ἐπιβληθῆ εἰς τὶς γυναῖκες· διότι ὁ ἄνδρας εἶχε ἐκλεγῆ γιὰ νὰ εἶναι ὁ κύριος τῆς γυναικός, ἡ δὲ γυνὴ εἶχε δεχθῆ τὴν ἐντολὴν «καὶ πρὸς τὸν ἄνδρα ἡ ἀποστροφή σου (ἡ ἀναφορά σου)» (Γέν. γ΄, 16).

Ὡς ἐκ τούτου καὶ ἐξ αἰτίας τῆς πρώτης παρακοῆς, καὶ ἡ γέννησις τῶν τέκνων εἶχε συνδυασθῆ μὲ τὴν λύπην καὶ τὴν ὀδύνην, καθὼς τὸ μαρτυρεῖ ὁ Προφήτης (Γέν. γ΄, 16)· διὰ τοῦτο ὅταν ἔρχωνται οἱ ὠδίνες τοῦ τοκετοῦ, ἡ μητέρα σφαδάζει ἀπὸ τὸν πόνον. Τοιουτοτρόπως λοιπὸν δὲν ὑπῆρχε τέλος εἰς τὴν δουλεία, τὴν λύπη καὶ τὴν ὀδύνη τῶν γυναικῶν ὅταν ὅμως ὁ ἀρχάγγελος εἶπε πρὸς τὴν ἁγίαν Παρθένον:

«Χαῖρε, Κεχαριτωμένη», ὅλον τὸ χρέος τῆς λύπης ἐφυγαδεύθη.

«Ὁ Κύριος μετὰ σοῦ» καὶ δὲν ὑπάρχει πλέον ἐπάνω σου ἡ ἐξουσία τοῦ ἀνδρὸς οὔτε ἡ ὀδύνη τοῦ τοκετοῦ· διότι αὐτὴ ὑπῆρξε ἡ ὑπεράνω πασῶν τῶν παρθένων ὄντως Παρθένος πρὸ τόκου, ἐν τόκῳ καὶ μετὰ τόκον, ἀειπάρθενος καὶ ἀδιάφθορος.

Καὶ τῆς ἐδώρησε ὄχι μόνον αὐτό, τὴν Χάριν δηλαδὴ τῆς ἀειπαρθενίας, ἀλλ’ ἕνεκα τούτου ἔγινε ἡγεμὼν τῶν παρθένων, καὶ δι’ αὐτῆς ἐδόθη ἡ δυνατότης εἰς τὶς γυναῖκες ποὺ τὸ ἤθελαν, νὰ καταταγοῦν εἰς τὴν χορεία τῶν παρθένων. Πράγματι, μέχρι τότε οἱ γυναῖκες δὲν εἶχαν τὴν δύναμιν νὰ μένουν παρθένοι, ἀλλ’ αὐτὴ ἡ μακάρια, ἡ Παναγία καὶ ἀειπάρθενος Θεοτόκος Μαρία ἔγινε ἡ ἐπικεφαλῆς καὶ ἡ πρόξενος τῆς παρθενίας τῶν γυναικῶν, ἐκείνων ποὺ θὰ τὸ ἐπιθυμοῦσαν, διότι ἀληθῶς αὐτὴ ἔγινε ἡ αἰτία πάντων τῶν καλῶν, καὶ αὐτή, ἡ μεγαλοπρεπὴς καὶ Παναγία Μήτηρ τοῦ Κυρίου καὶ Θεοῦ καὶ Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, κατέστη ἡ ἀρωγὸς ἀνδρῶν καὶ γυναικῶν, τὸ κόσμημα καὶ ἡ δόξα τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως, ἡ χαρὰ τῶν ἀγγέλων, ἡ βοήθεια τῶν ἀνθρώπων καὶ ἰσχὺς πάντων τῶν πιστῶν.

Πόσον τελεία καὶ περιεκτικὴ εἶναι κυρίως ἡ κατακλεὶς τῆς ἀρχαγγελικῆς προσφωνήσεως! «Εὐλογημένη σὺ ἐν γυναιξί», δηλαδή, περισσότερον ἀπὸ ὅλες τὶς γυναῖκες, διότι οἱ ἴδιες οἱ γυναῖκες κατέστησαν, χάριν σου, ἄξιες τῆς εὐλογίας, καθὼς καὶ οἱ ἄνδρες ἕνεκα τοῦ Υἱοῦ σου· ἀλλὰ καὶ γενικῶς οἱ φύσεις τῶν ἀνδρῶν καὶ τῶν γυναικῶν εἶναι τώρα εὐλογημένες καὶ ἀπὸ τοὺς δύο σας, καὶ ἀπὸ σὲ καὶ ἀπὸ τὸν Υἱόν σου. Καὶ καθὼς ἐπῆλθε ἡ κατάρα, ἡ ὀδύνη καὶ ἡ λύπη ἀπὸ τὸν Ἀδάμ, ἀρχῆς γενομένης ἀπὸ τῆς Εὔας καὶ εἰς τοὺς ἄνδρες καὶ εἰς τὶς γυναῖκες, κατὰ τὸν ἴδιον τρόπον ἡ χαρὰ καὶ ἡ εὐλογία ἐξεχύθησαν ἐπὶ πάντων, ἀρχῆς γενομένης ἀπὸ σοῦ καὶ τοῦ Υἱοῦ σου.

Ἀλλ’ ἂς ἰδοῦμε ποία ἦταν ἡ ἀντίδρασις καὶ ὁ πλήρης συνέσεως καὶ σοφίας λόγος τῆς ἁγίας Παρθένου. Δὲν ἀντέστη, σαφῶς, οὔτε ἠπίστησε, οὔτε ἐδέχθη εὔκολα καὶ πάραυτα τὸν λόγον. Ἀλλ’ ἔδειξε, ὅπως ὁ Ἠσαΐας, ὅταν ἀπεστάλη νὰ προφητεύση, τὸν ἴδιον βαθμὸν ὑπακοῆς ( Ἡσ. ς΄, 8), ἂν καὶ τὴν αἰφνιδίασε τὸ παράδοξον τοῦ πράγματος. Καὶ ἀντὶ τῆς ἀδιακρίτου ἀπιστίας τοῦ Ζαχαρίου, αὐτὴ ἔλαβε τὴν ἐνδιάμεσον θέσιν καὶ συνεκλονίσθη μέν, καθὼς ἥρμοζε εἰς τὸ γεγονός, δὲν ἐταράχθη ὅμως ἀπὸ τὴν θέαν τοῦ ἀρχαγγέλου, ἐφ’ ὅσον ἦταν συνηθισμένη ἀπὸ τὶς συχνὲς ἐμφανίσεις του, ὅταν αὐτὸς τῆς προσέφερε τὴν τροφὴν ἐντὸς τοῦ ναοῦ· ἀλλ’ ἐταράχθη ἐξ αἰτίας τῶν λόγων οἱ ὁποῖοι ἀντηχοῦσαν εἰς τὰ ὦτα της. Γιὰ τοῦτο ὁ θεῖος ἀγγελιοφόρος τῆς ἐξήγησε καὶ ὡμίλησε ἀναλόγως. «Ἡ δὲ ἰδοῦσα διεταράχθη ἐπὶ τῷ λόγῳ αὐτοῦ, καὶ διελογίζετο ποταπὸς εἴη ὁ ἀσπασμὸς οὗτος», διότι εἶχε βεβαίως ἄγνοιαν τοῦ βάθους τοῦ μυστηρίου· καὶ ἐσκίρτησε μὲν γιὰ τὴν τοιαύτην ἕνωσιν τῆς θείας μετὰ τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως, διελογίζετο δὲ πῶς θὰ συνέβαινε τοῦτο. Ἀλλ’ ὁ θαυμαστὸς εὐαγγελιστὴς Γαβριήλ, ἂν καὶ δὲν τοῦ εἶχε ὡμιλήσει ἡ Παρθένος περὶ τούτου, ὡς τόσον, ὡς θεῖος νοῦς ποὺ εἶναι καὶ ἐξεταστὴς τῶν νόων, διεπέρασε τὸν νοῦν της καὶ κατενόησε τὸν διαλογισμόν της. Καὶ ὄχι μόνον διέλυσε τὸν φόβον, ἀλλὰ τῆς μετέδωσε ἐπίσης τὴν χαρὰν καὶ τῆς ἀνήγγειλε τὴν ἀπόρρητον γέννησιν, λέγων: «Μὴ φοβοῦ, Μαριάμ, εὗρες γὰρ χάριν παρὰ τῷ Θεῷ». Ἡ Χάρις τὴν ὁποίαν εὗρε ἦταν ἡ τιμὴ καὶ τὸ ὄνομα «Θεοτόκος»· διότι ὠνομάσθη Θεοτόκος καὶ ἔγινε ὄντως τοιαύτη. Εἶναι πράγματι μεγάλη ἡ «χάρις ἣν εὗρε παρὰ τῷ Θεῷ», νὰ ἔχη γίνει Μητέρα τοῦ Μονογενοῦς Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ. Ὢ Χάρις ὑπερτέρα πασῶν τῶν χαρίτων, τὴν ὁποίαν ὁ νοῦς ἀδυνατεῖ νὰ συλλάβη, ἀδυνατεῖ ἡ γλώσσα νὰ ἐκφράση.

Τώρα, λοιπόν, ἂς ἐντείνωμε καὶ ἐμεῖς τὴν ἀκοὴν καὶ ἂς ἰδοῦμε τὴν δόξαν τῆς ἀνυμφεύτου νύμφης καὶ τὴν προίκα τῆς παρθενίας της. Ἂς ἐμβαθύνωμε εἰς αὐτὸ τὸ ὁποῖον ὁ ἀρχάγγελος ἀπεκάλυψε μὲ τόσην συντομίαν καὶ σαφήνειαν: «Καὶ ἰδοὺ συλλήψῃ ἐν γαστρὶ καὶ τέξῃ υἱὸν καὶ καλέσεις τὸ ὄνομα αὐτοῦ Ἰησοῦν»! Ὅταν τῆς εἶπε «ἰδοὺ θὰ συλλάβης», τὴν ἰδία στιγμήν, μαζὶ μὲ τὸν λόγον ἐγνώρισε ἐντός της τὴν θαυμαστὴν σύλληψιν. «Καὶ θὰ φέρης εἰς τὸν κόσμον υἱὸν καὶ θὰ τὸν ὀνομάσης Ἰησοῦν», τῆς λέγει· αὐτὸς δὲν ἔχει πατέρα ἐπὶ τῆς γῆς, εἶναι ἀπάτωρ κατὰ τὴν ἀνθρωπίνην γέννησιν, ὅπως εἶναι ἀμήτωρ κατὰ τὴν προαιώνιον γέννησιν. Γιὰ τοῦτο θὰ φέρης ἐσὺ εἰς τὸν κόσμον παιδίον, χωρὶς μεσολάβησιν πατρός, καὶ θὰ τοῦ δώσης τὸ ὄνομα Ἰησοῦς, τὸ ὁποῖον ἑρμηνεύεται Σωτήρ ἐπειδὴ δὲν θὰ ἀντιμετωπίσης τίποτε ἀπὸ αὐτὰ ποὺ συμβαίνουν εἰς τὶς γυναῖκες οὔτε τοὺς πόνους τοῦ τοκετοῦ, ἀλλ’ ὅπως ἀκριβῶς ἡ σύλληψίς σου συνέβη ἀσπόρως, ὁμοίως ὁ τοκετὸς θὰ εἶναι ἄφθορος καὶ ἀνώδυνος, πρὸς σωτηρίαν τοῦ κόσμου παντός, καὶ τὸ γεγονὸς αὐτὸ θὰ γίνη γνωστὸν ἐξ ἀφορμῆς τοῦ ὀνόματος. «Οὗτος ἔσται μέγας καὶ υἱὸς ὑψίστου κληθήσεται» ἐξ αἰτίας τῆς ἀνθρωπίνης του φύσεως.

Τὸ λέγει αὐτὸ ὄχι γιὰ τὴν θείαν του φύσιν, διότι ὡς πρὸς αὐτὴν εὑρίσκεται ὑπεράνω πάσης δόξης, ἀλλὰ γιὰ τὴν ἀνθρωπίνην του φύσιν λέγει ὅτι θὰ εἶναι μέγας καὶ θὰ κληθῆ Υἱὸς Ὑψίστου. Ὄχι μόνον ἐξ αἰτίας τῆς ὑποστατικῆς ἑνώσεως μὲ τὴν θείαν φύσιν, ἀλλὰ καὶ λόγῳ τῆς ἐπιβεβαιώσεως τοῦ ὀνόματος αὐτοῦ ἀπὸ τὰ θαυμαστά του ἔργα· διότι τῆς εἶπε: θὰ καλέσης τὸ ὄνομά του Ἰησοῦν ( Ἑβρ.: Σωτήρα). Ἀλλ’ ἐπίσης καὶ ὁ Οὐράνιος Πατὴρ θὰ τὸν ὀνομάση μετὰ ταῦτα Υἱόν του ἀγαπητὸν (Ματθ. γ΄, 17· ιζ΄, 5) καὶ ὅταν ἀρχίση νὰ ἐπιτελῆ ἀναρίθμητα θαύματα, θὰ ἀναγνωρισθῆ ἀπὸ ὅλους τοὺς συνετοὺς ἀνθρώπους ὅτι αὐτὸς εἶναι ὁ Υἱὸς τοῦ Ὑψίστου.

«Καὶ δώσει αὐτῷ Κύριος ὁ Θεὸς τὸν θρόνον Δαυΐδ τοῦ πατρὸς αὐτοῦ» (Λουκ. α΄, 32 κ.ἑξ.)·καὶ τοῦτο ἐπίσης τὸ εἶπε γιὰ τὴν ἀνθρωπίνην φύσιν του, διότι δι’ αὐτῆς ἤρχισε τὸ κήρυγμά του καὶ ὑπεδέχετο ἐκείνους οἱ ὁποῖοι ἐπίστευαν εἰς τὸ ὄνομά του, ἐκείνους οἱ ὁποῖοι τὸν ἀνεγνώριζαν ὡς διάδοχον τοῦ θρόνου τοῦ Δαυὶδ καὶ τοῦ οἴκου τοῦ Ἰακώβ· «καὶ βασιλεύσει ἐπὶ τὸν οἶκον Ἰακὼβ εἰς τοὺς αἰῶνας. Καὶ τῆς βασιλείας αὐτοῦ οὐκ ἔσται τέλος»· ὁμιλεῖ περὶ ἀτελευτήτου βασιλείας ὄχι μόνον ὅσον ἀφορᾶ τὴν θεότητά του, ἀλλ’ ἐπίσης καὶ ὅσον ἀφορᾶ τὴν ἀνθρωπότητά του, διότι καὶ γιὰ τὶς δύο φύσεις του δὲν ὑπάρχει τέλος εἰς τὴν Βασιλείαν του. Θὰ βασιλεύση εἰς αὐτοὺς οἱ ὁποῖοι τὸν ἀπεδέχθησαν, τὸν ἐπίστευσαν ὡς Βασιλέα αἰώνιον.

Τώρα, λοιπόν, θὰ βασιλεύση εἰς αὐτοὺς οἱ ὁποῖοι θὰ πιστεύσουν εἰς τὸν λόγον του καὶ τελικῶς θὰ βασιλεύση ἐπὶ πάντων, ὅπως τὸ λέγει ὁ θεῖος Παῦλος· «ὅταν δὲ εἴπῃ ὅτι πάντα ὑποτέτακται (ἔχουν ὑποταχθῆ)» (Α΄ Κορ. ιε΄ 25-28), δηλαδὴ τότε πλέον ἡ Βασιλεία του θὰ εἶναι ἀπόλυτος, «ἄχρις οὗ ἂν θῇ πάντας τοὺς ἐχθροὺς ὑπὸ τοὺς πόδας αὐτοῦ», διότι «πάντα ὑπέταξεν ὑπὸ τοὺς πόδας αὐτοῦ»· «ὅταν δὲ ὑποταγῇ αὐτῷ τὰ πάντα τότε καὶ αὐτὸς ὁ υἱὸς ὑποταγήσεται τῷ ὑποτάξαντι αὐτῷ τὰ πάντα» (Α΄ Κορ. ιε΄, 25-28), δηλαδὴ εἰς τὸν Θεὸν Πατέρα, διότι ἡ ὑποταγὴ ἁρμόζει εἰς τὴν φύσιν μας τὴν ὁποίαν ἐφόρεσε· ἐμεῖς δὲ ἕνεκα αὐτῆς οἰκειοποιούμεθα ὡς ἰδικά μας τὰ κατορθώματά του.

Ἐδῶ ὅμως ἴδετε τὴν σοφίαν τῆς μακαρίας καὶ παναγίας Παρθένου καὶ τὴν ἐξαίρετον ἀγάπην της γιὰ τὴν παρθενίαν. Ἐδέχθη τὸ μήνυμα τοῦ ἀρχαγγέλου, ἀλλ’ ἐξεπλάγη μὲ τοὺς λόγους του. Γιὰ τοῦτο ἀπήντησε μὲ τὴν ἐρώτησι·

«Πῶς ἔσται μοι τοῦτο, ἐπεὶ ἄνδρα οὐ γινώσκω;». Τοῦτο, λέγει, δὲν γίνεται, διότι εἶμαι ἄφθορος, ἀφιερωμένη εἰς τὸν Θεὸν καὶ ἐξ ἄλλου χωρὶς ἄνδρα ἡ σύλληψις εἶναι ἀδύνατος.

Αὐτά, καθὼς μᾶς ἔχει ἀπὸ παλαιὰ κοινοποιηθῆ ἀπὸ τοὺς λόγους τῶν θεοφόρων Πατέρων, φανερώνουν πόσος ἦταν ὁ φόβος καὶ ἡ μέριμνά της μήπως στερηθῆ τῆς παρθενίας της ἡ ὁποία εἶχε διεισδύσει εἰς τὰ βάθη τῆς καρδίας της, γιὰ τοῦτο τῆς ἦταν ἀδιανόητο νὰ μὴ παραμείνη παρθένος ἕως τέλους. Διότι ἀγνοοῦσε τελείως ὄχι μόνον τὴν πραγματικότητα τοῦ γάμου ἀλλ’ ἀκόμη καὶ τὴν ἐπιθυμίαν, ἀφοῦ εἶχε ἐξ ἀρχῆς ἐκπαιδευθῆ εἰς τὴν ὁλοκληρωτικὴν ἁγιότητα καὶ ἁγνότητα τῆς ψυχῆς καὶ τοῦ σώματος. Καὶ οὐδέποτε εἰσῆλθε εἰς τὴν καρδίαν καὶ τὸν νοῦν της ὁ παραμικρὸς λογισμὸς πρὸς συγκατάθεσιν εἰς κάποιον πάθος.

Μὲ τὸν τρόπον αὐτὸν ὑπερέβη εἰς ὕψος καὶ εἰς βάθος ὅλην τὴν ἀνθρωπίνην φύσιν. Γιὰ τοῦτο ἡ ὡραιότης τῆς ψυχῆς της ἤρεσεν εἰς τὸν Βασιλέα καὶ Δημιουργὸν τοῦ παντός, ὁ ὁποῖος βλέπει τοὺς λογισμοὺς καὶ «ἐτάζει (ἐξετάζει) καρδίας καὶ νεφρούς» (Ψαλμ. ζ΄, 10). Αὐτὸς κατέστησε ἅγιον τὸ κατοικητήριόν του καὶ ἔκρινε ὅτι ἁρμόζει νὰ κατοικήση ἐντὸς αὐτῆς καὶ νὰ ἐνδυθῆ τὴν ἰδικήν μας φύσιν ἐξ αὐτῆς.

Γιὰ τοῦτο ὁ Εὐαγγελιστὴς αὐτῆς, ὁ ὁποῖος τῆς ἐγνωστοποίησε τὸ ἀνέκφραστον μυστήριον, τὴν ἐλευθερώνει ἀπὸ τὴν κατάπληξιν καὶ τῆς ἐξηγεῖ τὴν ἀνερμήνευτον γέννησιν, καθὼς τὸ λέγει ὁ μακάριος Ἀπόστολος Λουκᾶς: «καὶ ἀποκριθεὶς ὁ ἄγγελος εἶπεν αὐτῇ· Πνεῦμα ἅγιον ἐπελεύσεται ἐπὶ σὲ καὶ δύναμις ὑψίστου ἐπισκιάσει σοι»· ἐρωτᾶς «πῶς ἔσται μοι τοῦτο ἐπεὶ ἄνδρα οὐ γινώσκω;». Δὲν ὑπάρχει ἐδῶ ἀνάγκη ἀνδρός· δὲν εἶναι ὅμοια τὰ ἰδικά σου μὲ τὰ τῶν ἄλλων γυναικῶν, ὅπως ἀκριβῶς ὅσα ἀφοροῦν τὸν υἱόν, ὁ ὁποῖος θὰ γεννηθῆ ἀπὸ σέ, δὲν πρέπει νὰ εἶναι ὅμοια μὲ τὰ τῶν τέκνων τῶν ἄλλων ἀνθρώπων, τὰ ὁποῖα λόγῳ τῆς παρακοῆς συλλαμβάνονται, κυοφοροῦνται καὶ γεννῶνται «ἐν ἁμαρτίαις» (Ψαλμ.ν΄ (50), 7).

Ἡ ἰδική σου σύλληψις δὲν θὰ εἶναι τοιαύτης φύσεως ὥστε νὰ καταλύση τὴν παρθενίαν σου, ἀλλὰ θὰ καταστῆ μᾶλλον σφραγὶς καὶ φύλαξ τῆς ἀφθορίας σου καὶ πρόξενος ἁγιότητος. Διότι τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιον θὰ ἐπέλθη εἰς σὲ προηγουμένως γιὰ νὰ σὲ στολίση ὡς νύμφην ἀξίαν τοῦ Κυρίου, νὰ καταστήση εὐθὺς ἐξ ἀρχῆς παναγίαν τὴν ψυχήν σου τὴν ἁγίαν καὶ κεκοσμημένην μὲ πλῆθος χαρίτων, καθὼς καὶ τὸ σῶμα σου. Καὶ τὴν ἰδίαν στιγμὴν ὁ ἀθάνατος Νυμφίος καὶ Υἱός σου, ὁ ὁποῖος εἶναι ἡ Δύναμις τοῦ Ὑψίστου, θὰ σὲ ἐπισκιάση·διότι ὁ Χριστὸς εἶναι ἡ δύναμις καὶ ἡ σοφία τοῦ Θεοῦ.

Αὐτὸς ὁ ἴδιος θὰ σὲ ἐπισκιάση καὶ θὰ κατασκευάση εἰς τὴν καθαρωτάτην κοιλίαν σου τὸν πανάγιον ναὸν τοῦ σώματός του. Τοιουτοτρόπως ὁ ἄϋλος καὶ ἀσώματος θὰ ἐνδυθῆ σῶμα ὁρατὸν καὶ ὑλικὸν ἀπὸ σέ, ἡ δύναμις καὶ τὸ ἀπαύγασμα τοῦ Πατρὸς θὰ σὲ ἐπισκιάση ὀντολογικῶς· θὰ σαρκωθῆ ἀπὸ σὲ ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ· ὁ ἀόρατος Θεὸς θὰ καταστῆ ὁρατὸς ὡς ἄνθρωπος καὶ ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ θὰ καταστῆ καὶ θὰ ὀνομασθῆ ἐξ αἰτίας σου υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου· ὁ υἱός σου θὰ ὀνομασθῆ Υἱὸς τοῦ Ὑψίστου καὶ ἡ παρθενία σου θὰ παραμείνη μετὰ ταῦτα ἄσπιλος καὶ ἄθικτος.

Ὢ τῶν θαυμασίων καὶ τεραστίων ἔργων!

Ὢ τῶν ἀνεκφράστων καὶ ἀνεξιχνιάστων μυστηρίων! Ἐν τούτοις, παρὰ τὸ φαινομενικῶς ταπεινὸν τῆς θαυμαστῆς συλλήψεως καὶ τοῦ ὑπερφυοῦς τοκετοῦ σου, ἀποδέξου το πιστῶς ὡς τὸ ὕψιστον τῶν θαυμάτων καὶ ἀναλογίσου ὅτι ὁ ἐκ σοῦ γεννηθεὶς θὰ ὀνομασθῆ ἅγιος καὶ Υἱὸς Ὑψίστου, θὰ εἶναι δὲ εἰς θέσιν νὰ πράξη ὁ,τιδήποτε θελήση.

«Καὶ ἰδοὺ Ἐλισάβετ ἡ συγγενής σου καὶ αὐτὴ συνειληφυία (ἔχει συλλάβει) υἱὸν ἐν γήρει αὐτῆς, καὶ οὗτος μὴν ἕκτος ἐστιν αὐτῇ τῇ καλουμένῃ στείρᾳ· ὅτι οὐκ ἀδυνατήσει παρὰ τῷ Θεῷ πᾶν ρῆμα» (Λουκ. α΄, 36-37), ἀλλ’ ὄντως ὁ,τιδήποτε θελήση, τὸ πραγματοποιεῖ εἰς τὴν στιγμὴν δοκιμάζει πάλιν συλλογιστικῶς τὸν βαθμὸν τῆς σοφίας καὶ τὸ ἀκλόνητον τῆς ἁγιότητος τῆς μακαρίας Παρθένου.

Ἐκείνη δέ, ἐπειδὴ εἶχε ἀμφιβολίαν ἀνθρωπίνην ὡς ἐκ τοῦ νόμου τῆς φύσεως, δὲν ἐδέχθη τὴν σύλληψιν ἀλλ’ εἶπεν: «πῶς ἔσται μοι τοῦτο, ἐπεὶ ἄνδρα οὐ γινώσκω;».

Μολονότι εἶσαι ἀρχάγγελος καὶ μοῦ ἀναγγέλεις μυστήρια ποὺ ὑπερβαίνουν τὴν φύσιν, ἐν τούτοις δι’ ἐμὲ ἡ ἕνωσις μετ’ ἀνδρὸς δὲν εἶναι δυνατή, ἐφ’ ὅσον μοῦ ὁμιλεῖς περὶ συλλήψεως.

Ὅταν ὅμως ὁ ἀρχάγγελος τῆς ἐξήγησε ὅτι θὰ ἐπέλθη τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον καὶ θὰ τὴν ἐπισκιάση ἡ Δύναμις τοῦ Ὑψίστου, τὴν ἐχαροποίησε καὶ τὴν ἔπεισε ὅτι οὐδὲν ἀδυνατεῖ εἰς τὸν Θεόν. Αὐτὴ δὲν ὑπερηφανεύθη οὔτε ὑψώθη τὸ φρόνημά της, ἀλλ’ ἐνεδύθη ταπείνωσιν καὶ κατάνυξιν μεγαλυτέραν· καὶ εἶπε μετὰ σεβασμοῦ ἡ Μαρία: «Ἰδοὺ ἡ δούλη Κυρίου! Γένοιτό μοι κατὰ τὸ ρῆμά σου» (Λουκ. α΄, 38).

Καὶ τότε ὁ ἄγγελος τὴν ἄφησε, ἀφοῦ ἐξεπλήρωσε τὴν διακονίαν, ἡ ὁποία τοῦ εἶχεν ἀνατεθῆ, μένοντας ἔκπληκτος ἀπὸ τὴν ὡραιότητα τῆς παρθενίας της. Ἐν τῷ μεταξὺ ἡ ἁγία Παρθένος ἔπρεπε νὰ κρατήση τὸ μέγα τοῦτο μυστήριον κρυμμένον εἰς τὴν καρδίαν της, διότι ἦταν πλήρης σοφίας ὡς μήτηρ τῆς σοφίας.

Πολὺ περισσότερον, δὲν ἐκοινοποίησε εἰς τὸν Ἰωσὴφ τὸ μήνυμα τοῦ ἀγγέλου ἀλλ’ οὔτε εἰς ἄλλον κατ’ ἐκεῖνες τὶς ἡμέρες. Γιὰ τοῦτο καὶ ὡρισμένοι Πατέρες ἑρμηνεύουν ἔτσι τὸν λόγον τοῦ εὐαγγελιστοῦ, ὁ ὁποῖος λέγει περὶ τοῦ Ἰωσὴφ ὅτι «οὐκ ἐγίνωσκεν αὐτήν, ἕως οὗ ἔτεκε τὸν υἱὸν αὐτῆς τὸν πρωτότοκον» (Ματθ. α΄, 25), ὅτι δηλαδὴ δὲν ἐγνώριζε αὐτὸ τὸ μυστήριον, οὔτε τὸ μήνυμα τοῦ ἀγγέλου, οὔτε τὴν ὑπερφυῆ σύλληψιν. Ἐὰν τὰ ἐγνώριζε, πῶς θὰ εἶχε λογισμοὺς ἀμφιβόλους, θεωρῶν ὅτι ἡ ἐγκυμοσύνη της ἦταν γι’ αὐτὸν ὄνειδος; Πῶς ἐσκέπτε το «λάθρα ἀπολύσαι αὐτήν» (Ματθ. α΄, 19), μέχρις ὅτου εἶδε τὴν ὀπτασίαν τοῦ ἀγγέλου; Καὶ αὐτὸ ἐπειδὴ τὰ θαύματα ἔγιναν φανερὰ ἀργότερα, κατὰ τὴν Γέννησιν τοῦ Κυρίου, ἡ ἀναγγελία, δηλαδή, εἰς τοὺς ποιμένες καὶ ἡ ἄφιξις τῶν μάγων χάρις εἰς τὴν καθοδήγησιν τοῦ ἀστέρος.

Ἐν συνεχείᾳ ἡ κεχαριτωμένη Παρθένος ἐγνώρισε ἐντός της τὴν πραγματοποίησιν τοῦ προαναγγελθέντος μεγίστου γεγονότος. Τὴν στιγμὴν ὅμως κατὰ τὴν ὁποίαν ἔλαβε χῶραν ὁ εὐαγγελισμὸς τοῦ ἀρχαγγέλου, οὐδεὶς ἀντελήφθη τὸ θαῦμα.

Αγίου Μαξίμου του Ομολογητού, Ο Βίος της υπερευλογημένης Δεσποίνης ημών Θεοτόκου και Αειπαρθένου Μαρίας, Ιερόν Κελλίον Αγίου Νικολάου “Μπουραζέρη”, Άγιον Όρος, 2010.